Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

Η ΡΩΣΙΔΟΥΛΑ

Του Στέλιου Μάρκου
Δημοσίευση στο περιοδικό "ΑΠΟΠΛΟΥΣ"

Καθόταν εκεί απέναντι μου ένα πρωινό Κυριακής. Σ ένα ασυνήθιστο συνδυασμό έπινε φραπέ κι έτρωγε greek salad. Φορούσε μοβ μαγιό μπικίνι κι από πάνω ένα δικτυωτό πορτοκαλί φόρεμα μπάνιου απ αυτά που φορέθηκαν πολύ το φετινό καλοκαίρι. Ροδομάγουλη, γαλανομάτα ή και πρασινομάτα, μέτριο ύψος, σώμα που δεν μπορείς να πεις πως είχε την Τουίγκυ πρότυπο.

Κόρη του γένους του ξανθού, κατά πάσα πιθανότητα, της ρωσικής γης βλαστός, όμορφος. Ίσως γι αυτό ο μεσογειακός ήλιος δεν είχε αποφασίσει ακόμα πόσο θα ταίριαζε να της μαυρίσει το δέρμα. Μιλούσε στο κινητό, μάλλον στο φίλο της, κι όταν χαμογελούσε απλωνόταν γύρω της μια γλύκα που δε σ άφηνε αδιάφορο. Μου ρθε η επιθυμία κάτι να πάρω, κάτι να κρατήσω απ αυτό το κορίτσι, κι όταν είδα πως ετοιμαζόταν να φύγει, τη ρώτησα στη διεθνή τη γλώσσα να μου πει τ όνομά της.

Αναστασία μου απάντησε. Ελληνικό όνομα της είπα. Ναι, ναι το ξέρω, μου ανταπάντησε χαμογελώντας, κι εγώ τη φαντάστηκα βράδυ Ανάστασης σε Ρωσική εκκλησία να δίνει το φως της στη λαμπάδα που κρατούσε. 

Σε λίγο σηκώθηκε να φύγει μα δεν πρόφτασε να πάει μέχρι τη γωνία της πλατείας και δεν την άφησα, γιατί τώρα Αναστασία, δεν κρατάω μόνο τ όνομα σου, μα σε κρατάω ολόκληρη, είσαι δικιά μου, όλο δικιά μου και την τύχη σου να ορίσω μπορώ. Να σε στείλω μπορώ να καθίσεις στο παγκάκι της παραλίας να περιμένεις το φίλο σου τον Αλέξη, που δουλεύει γκαρσόνι στο "La calma" και σου πε να μην έρχεσαι στο μαγαζί, γιατί η ιδιοκτήτρια τον λιγουρεύεται, και του κανε μούτρα και εργασιακό καψόνι την προηγούμενη φορά που πήγες και κάθισες στην μπάρα και ψιλοκουβεντιάζατε.

Για τη συνέχεια κάντε "κλικ" πιο κάτω:

Κι όταν σχολάσει κατά τις τέσσερις να καβαλήσετε τη μηχανή, να τον αγκαλιάσεις σφιχτά, να τρέξετε πατητοί για θάλασσα, και σ αρέσει τόσο εδώ η θάλασσα, γιατί εκεί στα μέρη σου η θάλασσα είναι Μαύρη. Κι ύστερα να ξαπλώσεις στην ακρογιαλιά ν απλώσουν τα ξανθά σου τα μαλλιά να γίνουν ένα με την άμμο και ν αφεθείς στου ήλιου τα φιλιά και στου Αλέξη. Μα και θύμα τροχαίου μπορεί να πέσεις εξ αιτίας μου Αναστασία, γιατί ο φίλος σου δεν είναι ο Αλέξης αλλά ο Γιούρι, ο παιδικός σου φίλος, που δεν κατάφερε να βρει δουλειά -απασχόληση για εργασιακή εμπειρία τέλος πάντων- κι έμεινε πίσω στην πατρίδα, ενώ εσύ μπόρεσες να ρθεις βοηθός σερβιτόρα στο golden bay resort και σ αρέσει πολύ εδώ κι ας παίρνεις δέκα ευρώ τη μέρα, μόνο ο Γιούρι σου λείπει, κι όταν άκουσες τον ήχο στο κινητό πως σε καλούσε εκείνος, λαχτάρησες, πέρασες το δρόμο απρόσεκτα, κι έπεσε πάνω σου ένας νάρκισσος, κομπλεξικός που χε την παραλιακή για πίστα και τρεχε με τέρμα μουσική και φώτα επιταφίου. 

Όχι, όχι, πολύ βαριά η μελούρα, άστο. Καλύτερα να σε στείλω σπίτι να βαφτείς, να γίνεις ποθητή γυναίκα, να βγεις το βράδυ στο deep blue να χορέψεις ξέφρενο ερωτικό χορό μ όλων των αρσενικών τα ιδρωμένα βλέμματα επάνω σου, μα εκεί κατά τις μιάμιση να τους αφήσεις όλους σύξυλους γιατι αύριο ξυπνάς πρωί, έχετε στο Poros beach αφίξεις, κι η άλλη κατάφερε να πάρει ενα ρεπό και θα σου πέσουν δωμάτια δέκα και οκτώ να καθαρίσεις, ανάμεσα τους και του Σουηδού που κουβαλάει με τη σακούλα τα ποτά κι αν είσαι ...τυχερή ξερνάει στο κρεβάτι. Αλλά και θύμα trafficking Aναστασία να σε κάνω το μπορώ, γιατί εκεί στο χωριό ήσουν μικρούλα κι άπραγη και δροσερή κι ωραία και το παθες, ναι το παθες ν αγαπήσεις τον Ιγκόρ που ήταν μέγας διαφθορέας και άντε τράβα τώρα να βάλεις τη δεκαπεντάποντη πλατφόρμα και τη λαμέ τη μίνι -ή αν προτιμάς το παντελόνι το κολάν- ρίξε βαριά αρώματα κι έντονο μακιγιάζ, κάμε και τον Kreste σου, έτσι μπράβο, πρώτα από τη δεξιά πλευρά, πες κι ένα βόηθα Tebe mov, γιατί η νύχτα στο Four ladies είναι μακρυά και δύσκολη. 

Όμως ούτε αυτό, όχι, πολύ γλυκειά κι αθώα μου φάνηκες, όχι κι αυτό δε σου ταιριάζει. Ίσως τώρα που βλέπω στο τραπέζι τον αναπτήρα σου να χεις ξεχάσει, να σε μπλέξω στη δικιά μου τη ζωή, να τρέξω πιο γρήγορα από τις προηγούμενες μου σκέψεις, να σε προλάβω, εφκαρίστο, spacibo να μου πεις, κι εγώ να βρω την ευκαιρία να σε καλέσω για τραπέζι σπίτι μου, γιατί το φίλο σου δεν τον λένε Αλέξη ούτε Γιούρι, μήτε και Ιγκόρ, στην πραγματικότητα δεν έχεις φίλο, είσαι μόνη κι είμαι μόνος, why not να πεις, να σε σερβίρω κυριακάτικο φαΐ φτιαγμένο απ τα χέρια μου, να σου προσφέρω γλυκό κρασί μετά και να περάσουμε ενα εξαίσιο απόγευμα έρωτα. 

Και μη μου πεις ότι εκμεταλλεύτηκα τη θέση μου ως συγγραφέας σου, γιατί το δες και συ πόσο φυσικά κι αβίαστα ήρθαν όλα. Ok, ok, μη νευριάζεις κι ασχημαίνει το μουτράκι σου, δεν έγινε τίποτα απ όλα αυτά, ούτε καν σηκώθηκες απ την καρέκλα, μόνο έβγαλες από την τσάντα σου βιβλίο μιας μπεστσελλερίστας, της Ντόνελι μου φάνηκε, μιας σαν τη δική μας Λένα Μαντά καλή της ώρα, κι άρχισες να διαβάζεις, κι όσο διάβαζες το πρόσωπο σου ροζ συννεφάκια μάζευε, και κάπου έβρεξε ένα δάκρυ, έτσι που αν ζούσε ο Ραφαήλ στις μέρες μας και σ έβλεπε, θα σ έκανε σίγουρα μοντέλο του, Μαντονίτσα.

Νίκος Μάρκου
Κι ύστερα παράτησες το βιβλίο, ακούμπησες τους αγκώνες στο τραπέζι, σταύρωσες τις παλάμες να στηρίξεις το πηγούνι ζαρώνοντας το δροσερό λακκάκι, και ταξίδεψες το βλέμμα σου, μα εγώ, που τη σκέψη σου διαβάζω καλύτερα κι απ τη δικιά μου, ξέρω πως την έστειλες μακριά στα παιδικά σου χρόνια, εκεί στο διαμέρισμα των 30 και κάτι τετραγωνικών, στον όγδοο όροφο της εργατικής πολυκατοικίας με τα χρώματα της λέρας, στα περίχωρα της Μόσχας, κείνο το βράδυ που ο πατέρας σου, θολωμένος από βότκα κι ανεργία, πλάκωσε στα χαστούκια τη μάνα σου.

Κι ύστερα καθάρισε και πάλι ο ουρανός σου, γιατί έκανες το ταξίδι το σωστό, και τρέχεις τώρα μέρα ηλιόλουστη, σ ένα απέραντο ηλιοχώραφο στα πεδινά της Ουκρανίας, με δυο μπουκλίτσες στα μαλλιά και την καρό φουστίτσα με τις τιράντες να κυνηγάς τον -ποιον είπαμε;- α ναι, τον Γιούρι που όλο έτρεχε πιο γρήγορα από σένα και δεν τον πρόφταινες. Βλέπεις πως ολα, όλα τα μπορώ με σένα και για σένα Αναστασία, μικρή μου Ρωσιδούλα ομορφιά. Μονάχα ένα μου είναι αδύνατο, να σε ξεχάσω, γιατί για πάντα σ έχω εδώ μες στις γραμμές αυτές κάτω απ την πένα μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: