Κυριακή 15 Απριλίου 2018

Ντίνα Κώνστα - Τα παιδικά χρόνια στη Σάμο



«Μεγάλωσα σε ένα πολύ μικρό χωριό της Σάμου, τους Σπαθαραίους. Όταν ήμουν μικρή, νόμιζα ότι ήταν πολύ μεγάλο χωριό, αλλά όταν ξαναπήγα, ύστερα από πάρα πολλά χρόνια, διαπίστωσα ότι ήταν πάρα πολύ μικρό.


Δεν ήθελα να επιστρέψω, αλλά μου το επέβαλε πραξικοπηματικά η φίλη μου η Έρη Ρίτσου.
Εξακολουθούσε, ωστόσο, να είναι πολύ όμορφο.
Βρίσκεται στην πλαγιά ενός βουνού και επειδή η γιαγιά μου ήταν πολύ πλούσια και είχε πολλά κτήματα, το σπίτι μας, κτισμένο το 1813, ήταν γεμάτο κισσούς.


Ήταν ένα υπέροχο κομμάτι γης με ρέμα, αλώνια και πολλά δέντρα. Θυμάμαι την εποχή των μεγάλων σεισμών της Κεφαλλονιάς, που, παρ' ότι στην άλλη άκρη της Ελλάδας, κουνιόμασταν κι εμείς κι έτσι κοιμόμασταν στρωματσάδα έξω για έναν ολόκληρο μήνα.

Γύρω-γύρω υπήρχαν κυπαρίσσια και απέναντι στο βάθος μπορούσες να διακρίνεις τους Φούρνους της Ικαρίας ‒ ένα όνειρο!

Την ομορφιά που είδα μεγαλώνοντας εκεί δεν την ξαναντίκρισα ποτέ. Σ' αυτά τα μικρά μέρη μαθαίνεις να ξεχωρίζεις όλα τα δέντρα και τα φυτά, έρχεσαι σε επαφή με τον κύκλο της ζωής: γεννήσεις, γάμοι, κηδείες, πανηγύρια, όλα εκεί. Κι αυτό σε κάνει πιο ανθρώπινο».


Η ίδια δηλώνει μισή Πόντια, μισή Σαμιώτισσα.

Ήταν δεν ήταν 3 μηνών όταν έχασε τον πατέρα της. Ως πολίτης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και λαμπερό μυαλό παρακολουθούσε μια σπουδαία σχολή στην Κωνσταντινούπολη που έβγαζε ηγεμόνες.


Στο μεταξύ, ξέσπασαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και έπρεπε να πολεμήσει. Εκεί έφαγε μια σφαίρα στον πνεύμονα η οποία δεν αφαιρέθηκε ποτέ. Κάποια μέρα έφτασε στην καρδιά και τον αποτελείωσε.
Η μητέρα της καταγόταν από τον Πόντο και είχε βρει καταφύγιο στην Ελλάδα μετά τις σφαγές. Με τον άντρα της γνωρίστηκαν στην Αθήνα.
Ως τροτσκιστής, όμως, διωκόταν από το καθεστώς του Μεταξά, γι' αυτό έφυγαν για τη Σάμο, την ιδιαίτερη πατρίδα του.

Εκείνη, όμως, πέρασε πολύ άσχημα εκεί λόγω της πεθεράς της, που ήταν ισχυρή προσωπικότητα και δεν την ήθελε.

«Στα μικρά μέρη τα ταξικά ζητήματα είναι φοβερά» μου λέει η Ντίνα Κώνστα, περιγράφοντας την ιστορία της οικογένειας, και συμπληρώνει: «Είχαμε μια καταπληκτική βιβλιοθήκη στο σπίτι στο χωριό.

Από την ιταλική κατοχή θυμάμαι την ημέρα που ένας Ιταλός μού έδωσε μια σοκολάτα και μου είπε "mama, mama".


Οι Ιταλοί ήταν πιο αλέγκροι από τους Γερμανούς, αλλά πεινάσαμε πολύ. Μας έπαιρναν όλη την παραγωγή από τα χωράφια και όλο το λάδι. Η μάνα μου αναγκαζόταν να κρύβει κουνέλια στο υπόγειο μέσα σε μεγάλα κιούπια.

Η γιαγιά ήταν πάντα εχθρική, και απέναντι στη μάνα και απέναντι στα παιδιά. Πρόσφυγες μας ανέβαζε, πρόσφυγες μας κατέβαζε».

Όταν ήρθαν να εγκατασταθούν στην Αθήνα, στην Κώνστα δεν άρεσε καθόλου η πόλη. Σήκωνε ψηλά το κεφάλι της κι εκεί που είχε συνηθίσει να βλέπει ουρανό και θάλασσα δεν έβλεπε παρά μόνο σύρματα. Δημοτικό πήγε στους Αμπελόκηπους.

Το σχολείο της στεγαζόταν σε ένα ερείπιο. Εκεί ένιωσε πρώτη φορά την απουσία του πατέρα, καθώς της θύμιζαν ξανά και ξανά ότι ήταν ορφανή.
Τ' αδέλφια του πατέρα της ήταν πλούσιοι Έλληνες του Κονγκό. Ένας από αυτούς, με το που έμαθε τα νέα για τον θάνατο του αδερφού του, επέστρεψε και ανέλαβε τις ανιψιές του. Ήταν σαν πατέρας τους. Αυτός ήταν και το πρότυπο που είχε στη ζωή της.


Τους γεμάτους ομίχλη χειμώνες δεν άντεχε να κάθεται μέσα στο σπίτι. Έμοιαζε με θηρίο ανήμερο, προτιμούσε να βγαίνει έξω και να παίζει με τα αγόρια.

Ο πατέρας τους τούς είχε αφήσει ένα οικόπεδο στους Αμπελόκηπους. Εκεί η μάνα τους έχτισε ένα διώροφο σπίτι. Η ίδια αρνήθηκε να ξαναπαντρευτεί και προτίμησε να αφιερώσει τη ζωή της στις δυο της κόρες. 


Κάθε καλοκαίρι, μόλις τελείωνε το σχολείο, έφευγαν για τη Σάμο.

Απόσπασμα από τη συνέντευξη που παραχώρησε στo Χρήστο Παρίδη και δημοσιεύτηκε στη LiFO.

Δεν υπάρχουν σχόλια: