Σκέφτηκα να κάνω καταγγελία στην Αστυνομία. Έπειτα, είπα να ρωτήσω τους κατοίκους, μην την είδανε… Τους αρχιτέκτονες, τους μηχανικούς, τις τεχνικές υπηρεσίες. Να μου πουν πως τυλίγονται τα ξύλινα κάποτε παραθύρια σε αλουμινένιες γρίλιες… Πως σκοτεινιάζουν τα στενά, απ’ το ύψος των σπιτιών… Που χάθηκαν οι αυλές κι οι πέργκολες… Πως αναπνέουν οι τσιμεντένιες ταράτσες – που άλλοτε ήσαν κεραμίδια – και πως δεν μπερδευόμαστε μένοντας σε πανομοιότυπα μπετονένια κουτιά.
Η πόλις. Που καινούρια δεν θα βρεις, δεν θα ‘βρεις άλλες θάλασσες. Θα την ακολουθείς και θα σε ακολουθεί…
Μέσα της εξακολουθούμε να περιφερόμαστε, διεκπεραιώνοντας υποθέσεις, σέρνοντας σαρκία και ξεφούσκωτους τους κάποτε παχυλούς εγωισμούς. Κολλάμε ένσημα, την απόγνωσή μας στο τοίχο, την κρίση στο κούτελο. Σα φτάσει της μέρας η απόγνωση στα κόκκινα, κουρνιάζουμε σε μια γωνιά, λέμε: ωραία είναι ‘δω, γαλήνια, βαστά ζέστη… και παραγγέλνουμε καφέ…
Χαζεύουμε τα λερά κτίρια, τα άδεια μαγαζιά που «ενοικιάζονται», ερμητικά κλειστά κι εσωστρεφή. Ερημωμένες τις τεράστιες τζαμαρίες με τις αστραφτερές επενδύσεις, σαν υπερμεγέθη θερμοκήπια. Κατασκευές που αντιμάχονται ως εχθρικό το φυσικό περιβάλλον, με πνιγηρούς εσωτερικούς χώρους και τεχνητές συνθήκες ζωής. Ενεργοβόρα και ψυχοφθόρα κτίρια που απαιτούσαν τεράστιες εγκαταστάσεις κλιματισμού…
Μέσα από το τσιμέντο, το γυαλί, το μπετόν και το αλουμίνιο, αναδύεται το εξάμβλωμα της πόλης που λάτρεψα. Σα τις πόρνες κρύβει την ασχήμια της στο καρακιτσάτο υπερβολικό, λικνιζόμενη άτεχνα σε φτηνογόβες με τρύπιες κάλτσες και προκλητικό ντύσιμο… Να ξεγελάσει τον στερημένο, να την ποθήσει μέχρι να τη σιχαθεί…
Κάτι με ψυχοπλακώνει στο αλλοιωμένο της πρόσωπο, στη μιζέρια της φτώχειας, στους σκουπιδιασμένους ανθρώπους. Στο τσιμεντωμένο όμορφο και παλιό. Στις μπαζωμένες μνήμες, παραδόσεις, ελπίδες.
Αγαπώ αυτόν τον τόπο… Όπως ήταν, όχι όπως τείνει να γίνει. Με το πέπλο της υγρασίας να φιλτράρει το φως, δίνοντάς του τη γαλάζια απόχρωση του ονείρου. Μακριά από τη συμπίεση των μαζών και τη συρρίκνωση των με ταχύτητες ιλιγγιώδεις που έχουν επιβάλλει οι πάνοπλοι – οικονομικά και τεχνολογικά – κονκισταδόρες.
Οι κατακτητές που με την επέμβασή τους έκαναν τη ψυχή να αλλάζει. Τη μορφή, την όψη του τόπου μα και τον άνθρωπο σαν ζυμάρι που περισσεύει στο ψήσιμο, να ξεχύνεται στις γύρω άκρες, να καίγεται…
Ποιος, να πάρει, μου ‘κλεψε την πόλη μου;
Η πόλις. Που καινούρια δεν θα βρεις, δεν θα ‘βρεις άλλες θάλασσες. Θα την ακολουθείς και θα σε ακολουθεί…
Μέσα της εξακολουθούμε να περιφερόμαστε, διεκπεραιώνοντας υποθέσεις, σέρνοντας σαρκία και ξεφούσκωτους τους κάποτε παχυλούς εγωισμούς. Κολλάμε ένσημα, την απόγνωσή μας στο τοίχο, την κρίση στο κούτελο. Σα φτάσει της μέρας η απόγνωση στα κόκκινα, κουρνιάζουμε σε μια γωνιά, λέμε: ωραία είναι ‘δω, γαλήνια, βαστά ζέστη… και παραγγέλνουμε καφέ…
Χαζεύουμε τα λερά κτίρια, τα άδεια μαγαζιά που «ενοικιάζονται», ερμητικά κλειστά κι εσωστρεφή. Ερημωμένες τις τεράστιες τζαμαρίες με τις αστραφτερές επενδύσεις, σαν υπερμεγέθη θερμοκήπια. Κατασκευές που αντιμάχονται ως εχθρικό το φυσικό περιβάλλον, με πνιγηρούς εσωτερικούς χώρους και τεχνητές συνθήκες ζωής. Ενεργοβόρα και ψυχοφθόρα κτίρια που απαιτούσαν τεράστιες εγκαταστάσεις κλιματισμού…
Μέσα από το τσιμέντο, το γυαλί, το μπετόν και το αλουμίνιο, αναδύεται το εξάμβλωμα της πόλης που λάτρεψα. Σα τις πόρνες κρύβει την ασχήμια της στο καρακιτσάτο υπερβολικό, λικνιζόμενη άτεχνα σε φτηνογόβες με τρύπιες κάλτσες και προκλητικό ντύσιμο… Να ξεγελάσει τον στερημένο, να την ποθήσει μέχρι να τη σιχαθεί…
Κάτι με ψυχοπλακώνει στο αλλοιωμένο της πρόσωπο, στη μιζέρια της φτώχειας, στους σκουπιδιασμένους ανθρώπους. Στο τσιμεντωμένο όμορφο και παλιό. Στις μπαζωμένες μνήμες, παραδόσεις, ελπίδες.
Αγαπώ αυτόν τον τόπο… Όπως ήταν, όχι όπως τείνει να γίνει. Με το πέπλο της υγρασίας να φιλτράρει το φως, δίνοντάς του τη γαλάζια απόχρωση του ονείρου. Μακριά από τη συμπίεση των μαζών και τη συρρίκνωση των με ταχύτητες ιλιγγιώδεις που έχουν επιβάλλει οι πάνοπλοι – οικονομικά και τεχνολογικά – κονκισταδόρες.
Οι κατακτητές που με την επέμβασή τους έκαναν τη ψυχή να αλλάζει. Τη μορφή, την όψη του τόπου μα και τον άνθρωπο σαν ζυμάρι που περισσεύει στο ψήσιμο, να ξεχύνεται στις γύρω άκρες, να καίγεται…
Ποιος, να πάρει, μου ‘κλεψε την πόλη μου;
* Η κ. Μαργαρίτα Ικαρίου είναι Δημοσιογράφος και δραστηριοποιείται τα τελευταία χρόνια στα ΜΜΕ του Νομού Σάμου.
a-typos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου