Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Ανάγκη για ένα Νέο, Προοδευτικό, Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Συμβόλαιο

Παρέμβαση της Προέδρου της "Κοινωνικής Συμφωνίας" Λούκας Τ. Κατσέλη στο Forum της "Πρωτοβουλίας για μια Προοδευτική Οικονομία" (Progressive Initiative)

Το 2000, σε μια περίοδο που οι προοδευτικές δυνάμεις κυριαρχούσαν στο Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ, προωθήθηκε η στρατηγική της Λισσαβόνας (Lisbon Strategy). Η δημιουργία θέσεων απασχόλησης, τα ανθρώπινα και κοινωνικά δικαιώματα και η κοινωνική συνοχή ήταν τότε προτεραιότητες στην ευρωπαϊκή πολιτική ατζέντα. Σε λιγότερο από 15 χρόνια, η Ατζέντα της Λισσαβόνας έχει εκλείψει. 


Η ανάπτυξη στην Ευρώπη έχει παγώσει και η ανεργία είναι στα ύψη. Η ανισότητα αυξάνεται σε όλα σχεδόν τα κράτη-μέλη και τα άτομα σε κίνδυνο φτώχειας έχουν ξεπεράσει το 20% του Ευρωπαϊκού πληθυσμού. Τι έχει αλλάξει; Τι πήγε στραβά; Γιατί πρέπει να συναντηθούμε σήμερα για να συζητήσουμε την ανάγκη «επαναπροσδιορισμού της συνοχής»; Τι πρέπει να γίνει;

Συναντιόμαστε γιατί ξέρουμε πως οι Ευρωπαίοι πολίτες διακατέχονται από δυνατά αισθήματα και βιώματα οικονομικού αποκλεισμού και ανισότητας. Η πολιτική αδράνεια αποδυναμώνει την πολιτική στα μάτια τους και τους δημιουργεί αίσθημα απόρριψης. Αυτά είναι αισθήματα που υπονομεύουν ότι προωθεί τη «συνοχή» σε μια κοινωνία, δηλαδή την προθυμία για συλλογική δράση με στόχο την προώθηση κοινών αξιών και στόχων.

Για τη συνέχεια, κάντε "κλικ" πιο κάτω:

Ως Ευρωπαίοι, νιώθουμε πως το «Ευρωπαϊκό σχέδιο» έχει χάσει δυναμική και νομιμοποίηση · η Ευρώπη έχει διασπασθεί σε χώρες με πλεόνασμα και χώρες με έλλειμμα, σε πιστωτές και οφειλέτες, σε πλούσιους και φτωχούς, σε προνομιούχους και περιθωριοποιημένους . Ως Σοσιαλιστές ή Σοσιαλ-δημοκράτες, γνωρίζουμε πως αν η κοινωνική συνοχή υπονομευθεί περαιτέρω, η Ευρώπη θα γίνει, για μια ακόμα φορά στην ιστορία της, γόνιμο έδαφος για κοινωνικές αναταραχές, παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αυταρχικά καθεστώτα και πολέμους. Θα συνεχίσει να χάνει την αξιοπιστία της ως πόλος ελευθερίας, κοινωνικής δικαιοσύνης, ισότητας των ευκαιριών και δημοκρατίας και ως ήπια παγκόσμια δύναμη και ως πηγή έμπνευσης για πολλούς στον υπόλοιπο κόσμο.

Ως πολιτικοί , γνωρίζουμε ότι πρέπει να δράσουμε και να δράσουμε τώρα.

Ο διάσημος παίκτης του μπέιζμπολ, Babe Ruth, είχε πει: «Ο τρόπος που μια ομάδα παίζει ως σύνολο καθορίζει την επιτυχία της. Μπορεί να έχεις τα μεγαλύτερα αστέρια του κόσμου στη διάθεσή σου, όμως αν δεν παίξουν ολοι μαζί, η ομάδα δεν αξίζει τίποτα».

Αγαπητοί φίλοι και φίλες , αν συνεχίσουμε «να μην παίζουμε μαζί», ο αγώνας για μια δημοκρατική, προοδευτική και συνεκτική Ευρώπη εχει τελειώσει. Ο Bertrand Russell μας υπενθυμίζει πως «χωρίς κοινωνική συνοχή, το ανθρώπινο είδος θα πάψει να υπάρχει. Δεν είμαστε αρκετά δυνατοί για να επιβιώσουμε χωρίς την τακτική, τους κανόνες και τη στρατηγική που επιτρέπουν στους ανθρώπους να συνεργάζονται.»[1]

Ποια είναι, λοιπόν, τα στοιχεία της στρατηγικής που θα μπορούσε σήμερα να διαμορφώσει μια νέα προοδευτική συμμαχία στην Ευρώπη και που θα κινητοποιούσε Ευρωπαίους από τη Λισαβόνα ως την Ρίγα και από την Κρήτη εως το Ελσίνκι ώστε να διεκδικήσουν μια «συνεκτική Ευρώπη»;

Η διαμόρφωση μιας τέτοιας στρατηγικής απαιτεί πρώτα απ’όλα κατανόηση αν όχι συμφωνία του τι πήγε λάθος.

Η θέση που θα υποστηρίξω είναι η ακόλουθη: το «κοινωνικό συμβόλαιο» που αποτέλεσε τη βάση της κοινωνικής δημοκρατίας και το ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου τις περασμένες δεκαετίες έχει αχρηστευθεί · εχει εκπνεύσει. Πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο επανασχεδιασμού , αναδιαπραγμάτευσης και νέας επικύρωσης.

Τις τελευταίες δεκαετίες και ειδικότερα τα τελευταία 15 χρόνια, έχουμε γίνει μάρτυρες μιας δραματικής μετατόπισης της πολιτικής δύναμης προς το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο σε βάρος του παραγωγικού κεφαλαίου, των δυνάμεων της εργασίας και του κράτους, δηλαδή σε βάρος των παραδοσιακών «κοινωνικών εταίρων» που επαιξαν κυρίαρχο ρόλο στην πολιτική σκηνή την περίοδο μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αυξανόμενη εξάρτηση τους από τις Τράπεζες για την διασφάλιση της απαιτούμενης χρηματοδότησης , υπονόμευσε την αυτονομία τους και είχε ως αποτέλεσμα την σταδιακή αιχμαλωσία τους από κυρίαρχα χρηματοπιστωτικά συμφέροντα.

Σήμερα, η πρόσβαση του παραγωγικού κεφαλαίου στη ρευστότητα και την πίστωση προσδιορίζεται κυρίως από τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα· η αναχρηματοδότηση ή η αναδιάρθρωση δανείων αποφασίζονται από τις Τράπεζες χωρίς υποχρέωση αιτιολογημένης απόφασης ή κοινοποίησης όρων και προϋποθέσεων . Μόνο 4 από τις 10 μεγαλύτερες με βάση τα περιουσιακά τους στοιχεία Ευρωπαικές Τράπεζες κοινοποιούν πληροφορίες για δάνεια υπο αναδιάρθρωση. Μέσω των αποφάσεων τους ,επομένως, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μπορούν να καθορίζουν τη φερεγγυότητα των εταιρειών, δηλαδή τις προοπτικές επιβίωσης ή πτώχευσης μιας εταιρείας χωρίς τηρηση αντικειμενικών κανόνων διαφάνειας ή λογοδοσίας .

Με αντίστοιχο τρόπο επηρρεάζουν και τη φερεγγυότητα των κρατών. Το επίσημο δημόσιο χρέος μιας χώρας είναι στην κατοχή χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που καθορίζουν, σε μεγάλο βαθμό, την ικανότητα των κυβερνήσεων να καλύπτουν ελλείμματα, να προωθούν επενδύσεις, να διασφαλίζουν θέσεις απασχόλησης, να αναχρηματοδοτούν το χρέος τους και να διοχετεύουν ρευστότητα στην πραγματική οικονομία. Τα πολιτικά κόμματα με τη σειρά τους εξαρτώνται και αυτά απο δάνεια για τη χρηματοδότησή τους. Τέλος, ένας αυξανόμενος αριθμός πολιτικών εξαρτάται για την επανεκλογή του και την προβολή του από τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία, με τη σειρά τους, είναι συχνά συνδεδεμένα με χρηματοοικονομικά συμφέροντα.

Αυτές οι σχέσεις εξάρτησης εχουν οδηγήσει στην «ποδηγέτηση» πολιτικών ελίτ από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο που εκφράζεται με πολλαπλούς τρόπους : ανεπαρκής εποπτεία των διαδικασιών δανειοδότησης και διαπραγμάτευσης τίτλων στά χρηματιστήρια , αναβολή αποφάσεων για «κοὐρεμα» η αναδιάρθρωση του ιδωτικού χρέους, παροχή άμεσων ή έμμεσων επιδοτήσεων και φορολογικών διευκολύνσεων προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα ἠ ακόμα και πλήρης απορρύθμιση των αγορών κεφαλαίου και εργασίας .Προκειμένου να διασφαλίσουν την πολιτική τους επιβίωση, πολιτικοί ηγέτες και κομματικά στελέχη καταλήγουν να γίνονται όμηροι του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.

Η έκβαση αυτών των εξελίξεων είναι πως η πραγματική οικονομία εξαρτάται ολοένα και περισσότερο για την επιβίωσή της από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Το ιδιο και οι κοινωνικοί εταίροι. Μ’αυτό τον τροπο, η αυτονομία των δημοκρατιών σταδιακά διαβρώνεται…

Η μετατόπιση της πολιτικής εξουσίας και η επακόλουθη κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου κατέστη ιστορικά εφικτή ως αποτέλεσμα σειράς πολιτικών αποφάσεων. Ήταν ο Bill Clinton, ένας δημοκρατικός Πρόεδρος, που έδωσε το 1999 την τελική έγκριση για την ανάκληση του Νόμου Glass-Steagall, επιτρέποντας στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να ασκούν ελεύθερα επενδυτικές και κερδοσκοπικές δραστηριότητες παράλληλα με εμπορικές. Ήταν η απόφαση του Κογκρέσου να χαλαρώσει την εντολή της Επιτροπής Εμπορευματικών Προθεσμιακών Συναλλαγών (CFTC) να ρυθμίζει τις προθεσμιακές συναλλαγές εμπορευμάτων που άφησε αρκετούς φορείς της αγοράς απροστάτευτους απέναντι σε τιμολογιακή χειραγώγηση, σε καταχρηστικές πωλήσεις ή πρακτικές απάτης. Ήταν η Κομισιόν που πέρασε το 1999 το Σχέδιο για τις Χρηματοπιστωτικές Υπηρεσίες (Financial Service Action Plan) που άλλαξε το θεσμικό πλαίσιο των Ευρωπαικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και επέτρεψε τη δημιουργία μιας ιδιαίτερα κερδοφόρου ενιαίας Ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής αγοράς δημοσίων και ιδιωτικών ομολόγων και ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων. Είναι οι πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης που με το Άρθρο 123 της Συνθήκης της Λισαβόνας εδωσαν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, υπο το πρόσχημα της ανάγκης διαφύλαξης της ανεξαρτησίας της , περιορισμένες ρυθμιστικές δυνατότητες, με αποτέλεσμα η ΕΚΤ να μην μπορεί να λειτουργήσει ως δανειστής έσχατης ανάγκης σε περιόδους κρίσης παρέχοντας δάνεια σε κράτη.

Στη βάση αυτών των αποφάσεων και με τη συγκατάθεση των κυβερνήσεων τους , οι Τράπεζες προέβησαν σε ανεξέλεγκτη δανειοδότηση φερέγγυων και αφερέγγυων πελατών, απομείωσαν πιθανούς κινδύνους μέσω πρακτικών τιτλοποίησης δανείων και εκδοσης ασφαλίστρων κινδύνου , προχώρησαν στη σύσταση ανεξέλεγκτων εξωχώριων εταιρειών ,σύναψαν συναλλαγές σύνθετων παραγώγων και εξέδωσαν περίπλοκα χρηματοοικονομικά προϊόντα με στόχο να ξεπεράσουν κάθε εναπομείναντα περιορισμό ή απαίτηση πρόσθετης επάρκειας κεφαλαίων που επέβαλαν οι ρυθμιστικές αρχές.

Μεταξύ 2000 και 2014, τα ανεξόφλητα υπόλοιπα δάνεια των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σχεδόν διπλασιάστηκαν από 9.8 δισεκατομμύρια σε 17.1 δισεκατομμύρια.[2] Η συγκέντρωση εισοδήματος, εργασίας και ακίνητης περιουσίας σε λίγες πολυεθνικές τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα υπήρξε πρωτοφανής. Ο έλεγχος της παγκόσμιας κατανομής των πόρων από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο αυξήθηκε δραματικά.

Σε μια πρωτοποριακή μελέτη, με τίτλο «Το Δίκτυο Παγκόσμιου Εταιρικού Ελέγχου» (“The Network of Global Corporate Control”), που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 2011[3], το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο (SFI) ανέλυσε μια βάση δεδομένων 37 εκατομμυρίων εταιρειών και επενδυτών. Η έρευνα αποκαλύπτει οτι οι μεγαλύτερες πολυεθνικές επιχειρήσεις είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους και ότι 147 επιχειρήσεις σχηματίζουν μια «υπέρ-οντότητα» που έχει στον έλεγχό της πάνω από το 40% του παγκόσμιου πλούτου . Μεταξύ των υπέρ-επιχειρήσεων αυτών συγκαταλέγονται κυρίως τράπεζες όπως η Barclays, η Goldman Sachs, η JPMorgan, το Vanguard Group, η UBS, η Deutsche Bank, η Bank of New York Melon Corp, η Morgan Stanley, η Bank of America Corp και η Societe Generale.

Η αυξανόμενη συγκέντρωση πλούτου και ελέγχου όχι μόνο έχει διευρύνει δραματικά[4] την ανισότητα αλλά και εγκυμονεί αυξανόμενους κινδύνους τόσο για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα όσο και για τις δημοκρατικές λειτουργίες. Καθώς τα κέντρα ελέγχου σε όλο τον κόσμο συνδέονται μεταξύ τους, μια κρίση σ’ένα χρηματοπιστωτικό ιδρυμα ευκολα διαχέεται στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα με αποτέλεσμα η κρίση να μετεξελίσσεται σε συστημική κρίση. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν καταστεί μ’αυτό τον τρόπο τροφοδότες παγκόσμιων οικονομικών κρίσεων που δεν μπορούν να αποτραπούν ή να αναχαιτιστούν εξαιτίας της αδυναμίας ή/και εξάρτησης κυβερνήσεων και κανονιστικών αρχών.

Οι αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις της ασύμμετρης δύναμης και ελέγχου που ασκεί το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο σε καίριες οικονομικές και πολιτικές λειτουργίες σε συνδυασμό με τη συστημική αδυναμία των κανονιστικών αρχών, έγιναν εμφανείς κατά τη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης . Φοβισμένοι αν όχι παγιδευμένοι από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, συντηρητικοί, νέο-φιλελεύθεροι, σοσιαλιστές και σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί ηγέτες, επικουρούμενοι από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, υπέκυψαν στις αξιώσεις του.

Η ΕΚΤ και οι Ευρωπαικές ηγεσίες επέλεξαν το 2010 να μην αναχαιτίσουν την κερδοσκοπική επίθεση στο Ευρώ και στα κρατικά ομόλογα ευάλωτων κρατών-μελών ωστε να διασφαλίσουν τη συλλογική χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ευρωζώνης. Επέλεξαν να μην αναδιαρθρώσουν το χρέος καθώς μια τέτοια κίνηση θα επέφερε απώλειες για τις μεγάλες Ευρωπαικές Τράπεζες οι οποίες κατείχαν ένα μεγάλο αριθμό ομολόγων , ενώ ταυτόχρονα ειχαν εκδόσει ασφάλιστρα κινδύνου έναντι πιθανών επισφαλειών[5] ή /και χρεοκοπίας .

Επέλεξαν, αντίθετα, να προωθήσουν πολιτικές βίαιης λιτότητας , εσωτερικής υποτίμησης , κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων και του κοινωνικού κράτους. Επέλεξαν να σώσουν τους πιστωτές και το τραπεζικό σύστημα σε βάρος των Ευρωπαϊκών παραγωγικών επιχειρήσεων, ειδικά των μικρομεσαίων , των μισθωτών, των συνταξιούχων και των φορολογουμένων. Η πιστωτική διευκόλυνση που παρείχε η ΕΚΤ ( quantitative easing) χρησιμοποιήθηκε όχι για διοχέτευση ρευστότητας στην πραγματική οικονομία[6],αλλά για την ανταλλαγή τίτλων, την αναπλήρωση των τραπεζικών αποθεματικών και την εκκαθάριση των τοξικών καταλοίπων που μπλόκαραν τους ισολογισμούς των εμπορικών τραπεζών . Επέλεξαν να βυθίσουν την Ευρωζώνη σε βαθιά ύφεση παρά να προωθήσουν μια συντονισμένη πολιτική αναδιάρθρωσης του χρέους, αντιμετώπισης της ανεργίας και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της Ευρωζώνης. Έδρασαν ως Paris Club των πιστωτών παρά ως αληθινοί εταίροι μιας νομισματικής ένωσης και ως θεματοφύλακες Ευρωπαϊκών αξιών και δημοκρατικών αρχών. Καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, τα ενδιαφέροντα των πιστωτών και του Ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού τομέα τέθηκαν υψηλότερα από το Ευρωπαϊκό δημόσιο συμφέρον και τις ανάγκες των πραγματικών οικονομιών των κρατών-μελών της Ευρωζώνης.

Πουθενά δεν έγιναν περισσότερο έκδηλες αυτές οι πολιτικές διεργασίες απ’ ό,τι στη χώρα μου, την Ελλάδα, η οποία βυθίστηκε σε μια πρωτοφανή ανθρωπιστική κρίση.

Η αναγκαία αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους δεν συζητήθηκε καν το 2010. Στις Ευρωπαϊκές τράπεζες δόθηκε άφθονος χρόνος να αναμορφώσουν τα χαρτοφυλάκιά τους με την εκποίηση ελληνικών κρατικών ομολόγων αξίας 130 δισεκατομμυρίων ευρώ. Όταν η αναδιάρθρωση εγινε αναπόφευκτη, το κούρεμα των ομολόγων που παρακρατούσαν οι Τράπεζες συνοδεύτηκε από συμπληρωματικά μέτρα χρηματοδότησης του τραπεζικού συστήματος μέσω ανακεφαλαιοποιήσεων. Αξίζει να τονισθεί ότι καμία παρόμοια αντισταθμιστική διάταξη δεν προβλέφθηκε για τους ιδιώτες κατόχους ομολόγων ή για τους δημόσιους φορείς (πανεπιστήμια, νοσοκομεία, εμπορικά επιμελητήρια κλπ), οι οποίοι ειδαν την αξία των περιουσιακών τους στοιχείων να μειώνεται στο μισό εν μια νυκτί, εξαιτίας του κουρέματος 50% που επιβλήθηκε. Οι ρήτρες του “bail-in” δεν ελήφθησαν υπόψη ούτε εφαρμόστηκαν σε μεγάλες Ευρωπαϊκές τράπεζες.

Μεταξύ 2010 και 2013, η Ελλάδα δανείστηκε από την Τρόικα 219,2 δισεκατομμύρια ευρώ. Πάνω από το 97% αυτού του ποσού, χρησιμοποιήθηκε για την αποπληρωμή των πιστωτών και για την κάλυψη των αναγκών ανακεφαλαιοποίησης. Λιγότερα από 8 δισεκατομμύρια ευρώ χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη πιεστικών δημοσιονομικών αναγκών ή για τη διοχέτευση ρευστοτητας στην αγορά.

Έτσι, μεγάλες Ευρωπαϊκές τράπεζες κατάφεραν τα τελευταία τέσσερα χρόνια όχι μόνο να αποφύγουν να πληρώσουν το κόστος που προέκυψε από επισφαλείς πρακτικές δανεισμού, εκδόσεις τοξικών παραγώγων ή διενέργεια αμφιβόλων επενδύσεων αλλά και να αποζημιωθούν για τις απώλειές τους με χρήματα των φορολογουμένων. Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι επωμίσθηκαν το μεγαλύτερο μέρος του κόστους που προέκυψε από τις ζημιές των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων . Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη που έγινε από τους Οικολόγους Πράσινους,μόνο οι έμμεσες επιχορηγήσεις προς το Ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα , λόγω προσδοκιών πως οι κυβερνήσεις θα δράσουν ως έσχατοι εγγυητές στην κρίση, έχουν υπολογιστεί στα 233.9 δισεκατομμύρια ευρώ.

Αγαπητοί φίλοι και φίλες ,

Ο επαναπροσδιορισμός της συνοχής απαιτεί, πρωτίστως, την επανεπιβεβαίωση της δέσμευσης μας σε κοινές αξίες και στόχους που δεν είναι διαπραγματεύσιμοι. Για τους σοσιαλιστές και τους δημοκράτες, τα λόγια σχετικά με την ανάγκη προστασίας δημοκρατικών αρχών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν επαρκούν . Πρέπει να δεσμευθούμε πως θα υπερασπιστούμε τα κοινωνικά δικαιώματα, δηλαδή το δικαίωμα στην εργασία και σε μια αξιοπρεπή διαβίωση για όλους, το δικαίωμα ισότιμης πρόσβασης στη στέγη, στο φαγητό, σε βασικές παροχές υγείας, πρόνοιας και εκπαίδευσης. Πρωταρχικός μας στόχος θα πρέπει να είναι η δημιουργία αξιοπρεπών θέσεων εργασίας για τους Ευρωπαίους, όχι πρωτογενή πλεονάσματα για τους πιστωτές. Να θέσουμε τα συμφέροντα των Ευρωπαίων πολιτών πάνω από εκείνα των τραπεζών.

Για να προασπισθεί βασικά κοινωνικά δικαιώματα, η Ευρώπη πρέπει να προωθήσει οικονομικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς μετασχηματισμούς που θα βασίζονται στα πολλά συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει: από την πλούσια κληρονομιά της, την ιστορία της, την ποικιλότητά της και τους ανθρώπους της. Πρέπει να επενδύσουμε στους Ευρωπαίους, στην έρευνα και την ανάπτυξη, στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στην καινοτομία και την τεχνολογία· να ανταγωνιστούμε τρίτες χώρες στη βάση της ποιότητας και των υψηλών προδιαγραφών των προιόντων και υπηρεσιών μας και όχι στη βάση χαμηλού κόστους και εξευτελιστικών μισθών .

Ο επαναπροσδιορισμός της συνοχής απαιτεί την οικοδόμηση μιας Ευρώπης αλληλεγγύης. Απαιτεί την εγκαιρη αντιμετώπηση των οικονομικών ανισορροπιών μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης μέσω ενός Ευρωπαϊκού Συμφώνου για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη που θα περιλαμβάνει συμμετρικές μακροοικονομικές προσαρμογές μεταξύ πλεονασματικών και ελλειμματικών χωρών και συνέργειες μεταξύ οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής πολιτικής. Προυποθέτει αυστηρό έλεγχο των φορολογικών παραδείσων και τη δημιουργία καινοτόμων χρηματοπιστωτικών εργαλείων, όπως έναν Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Εγγυήσεων, Ευρωομόλογο ή εγγυημένα ομόλογα ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, για την άμβλυνση συστημικων κινδύνων και την προώθηση επενδύσεων.

Για να προωθήσουμε τα κοινωνικά δικαιώματα και τη βιώσιμη ανάπτυξη πρέπει να αναδιοργανώσουμε τη διακυβέρνησή μας, τους θεσμούς και το δικαστικό σύστημα. Η Ευρώπη χρειάζεται μεταρρυθμίσεις στη διακυβέρνηση της τόσο σε τοπικό, εθνικό όσο και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Η Ευρώπη δεν είναι η Τρόικα, η κα Μέρκελ, ο κ Σόιμπλε ούτε καν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Η Ευρώπη είναι οι άνθρωποι. Όχι ένα κλαμπ δανειστών.

Μια δημοκρατική Ευρώπη χρειάζεται ένα δυνατό Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που θα εκπροσωπεί τους καταναλωτές, τους φορολογούμενους, τους επιχειρηματίες και που θα μπορεί να παίρνει αποφάσεις που θα εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους. Χρειάζεται μια Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με διαφορετικό καταστατικό . Μια Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που θα προωθεί την ανάπτυξη και την δημιουργία θέσεων εργασίας παράλληλα με την χρηματοπιστωτική σταθερότητα, που θα μπορεί να δρα ως δανειστής έσχατης ανάγκης για την χρηματοδότηση κυβερνήσεων και όχι μόνο τραπεζών· που θα έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει αποτελεσματικά και έγκαιρα για να αποτρέπει κερδοσκοπικές επιθέσεις . Μια Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που θα θέτει αυστηρούς κανόνες εποπτείας στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προωθώντας τη διαφάνεια και τη φερεγγυότητα, που θα επιβάλλει τον διαχωρισμό των εμπορικών από τις επενδυτικές δραστηριότητες και θα προστατεύει τους καταναλωτές από αθέμιτες χρεώσεις και καταχρηστικές πρακτικές.

Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν την ανάγκη για ένα Νέο, Προοδευτικό, Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Συμβόλαιο. Για να αποτελέσει η κοινωνική συνοχή έναν αξιόπιστο στόχο θα πρέπει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο να είναι βασικός εταίρος του συμβολαίου αυτού μαζί με το παραγωγικό κεφάλαιο και τις δυνάμεις της εργασίας, με εγγυητές τόσο το Ευρωκοινοβούλιο όσο και το Ευρωπαικό Συμβούλιο. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να συμφωνηθούν τα δικαιώματα και προνόμια κάθε εταίρου, να αναθεωρηθούν πρακτικές και να ανασχεδιασθούν κανόνες και διαδικασίες που θα διασφαλίζουν πως οι άνεργοι θα έχουν φωνή, οι καταναλωτές θα προστατεύονται, οι παραγωγικές επιχειρήσεις θα διαθέτουν πρόσβαση στη ρευστότητα . Τότε μόνο οι νέοι θα μπορούν να οραματιστούν ένα καλύτερο αύριο γνωριζοντας ότι βασικά και κοινωνικά δικαιώματα θα προστατεύονται στους κόλπους μιας δυναμικής, ευημερούσας και δημοκρατικής Ευρώπης.

Ως πρώτο βήμα , απαιτούνται αυστηροί και έξυπνοι χειρισμοί : από τη μια πλευρά, να ενδυναμωθεί η εποπτεία που ασκούν οι ρυθμιστικές αρχές επί των χρηματοπιστωτικών οργανισμών για το διαχωρισμό των εμπορικών από τις επενδυτικές δραστηριότητες, τη θέσπιση κανόνων και αποτρεπτικών προστίμων για τις κερδοσκοπικές χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, τις αθέμιτες χρεώσεις και τις καταχρηστικές πρακτικές, την τήρηση διαφανών διαδικασιών δανειοδότησης, παροχής ρευστότητας και εγγυήσεων καθώς και αναδιάρθρωσης δανείων · από την άλλη, να ενδυναμωθούν οσο γίνεται οι παραδοσιακοί κοινωνικοί εταίροι σε σχέση με το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο μέσω αλλαγών στο καταστατικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, την αναμόρφωση και ανεξαρτοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος , την θέσπιση μιας νέας γενιάς συλλογικών συμβάσεων, την ενδυνάμωση των δικαιωμάτων των καταναλωτών, τον έλεγχο των φορολογικών παραδείσων και την προώθηση καινοτόμων χρηματοπιστωτικών εργαλείων που θα στηρίζουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τις επενδύσεις και την καινοτομία.

Είναι αυτή μια ρεαλιστική ατζέντα; Μπορεί να υλοποιηθεί; Μπορούν εξασθενημένες και ευάλωτες συλλογικότητες όπως τα σημερινά συνδικάτα, οι εργοδοτικές ενώσεις , τα επιμελητήρια , οι προοδευτικές κυβερνήσεις και τα γνήσια σοσιαλιστικά ή αριστερά κόμματα , να συνἀψουν συμμαχίες ώστε να αναχαιτίσουν την ανίερη επέλαση συντηρητικών κυβερνήσεων, ενος αδηφάγου εθνικού κεφαλαίου και ενός παγκόσμιου δικτύου πανίσχυρων χρηματοπιστωτικών οργανισμών ;

Αγαπητοί φίλοι και φίλες ,

Εξαρτάται από εμάς και την ικανότητά μας να συνεργαστούμε στη βάση κοινών αξιών και μιας κοινής πολιτικής ατζέντας και όχι στη βάση παραδοσιακών κομματικών σχέσεων και παρεών. Εξαρτάται από τη συλλογική μας ικανότητα να κινητοποιήσουμε τους πολίτες να πιστέψουν ξανά ότι υπάρχει διέξοδος, ότι αξίζει να υψώσουν τη φωνή τους και να αγωνισθούν. Εξαρτάται από την απόφασή μας να δημιουργήσουμε ένα κοινωνικό μέτωπο ανατροπής και μια αξιόπιστη συμπαράταξη δυνάμεων με εκείνες τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που μοιράζονται τους στόχους αυτούς, ανεξάρτητα αν ανήκουν στην Αριστερά, τους Πράσινους, τους Σοσιαλιστές ή τους Σοσιαλδημοκράτες.

Εξαρτάται από το θάρρος μας να εξοστρακίσουμε εκείνους που λένε πως είναι σοσιαλιστές και δημοκράτες στην αντιπολίτευση, όμως αποδεικνύονται περισσότερο νέο-φιλελεύθεροι από τους νέο-φιλελεύθερους όταν βρίσκονται στην κυβέρνηση ή σε θέσεις εξουσίας. Τέλος, εξαρτάται από τη σοφία μας να κάνουμε πίσω, οποτε χρειάζεται, για να αφήσουμε ανοικτό το δρόμο σε νέες ηγεσίες που έχουν την βούληση, τις ικανότητες και το πάθος να πολεμήσουν για τις κοινές μας σοσιαλιστικές αξίες, για μια συνεκτική και δημοκρατική Ευρώπη, για ένα Νέο, Προοδευτικό, Ευρωπαϊκό, Κοινωνικό Συμβόλαιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: