Με γενικό σημαιοστολισμό και φωταγώγηση όλων των δημόσιων κτιρίων τιμούνται σήμερα θύματα του γερμανικού βομβαρδισμού, καθώς η σημερινή ημέρα έχει καθιερωθεί ως δημόσια εορτή τοπικής σημασίας για το νομό μας.
Ιπποκράτης Ζαίμης, «Απόπλους», Αφιέρωμα στην Εθνική Αντίσταση της Σάμου
«Μόλις είχα ανέβει στο πάνω πάτωμα, άκουσα τις σειρήνες και τις βόμβες των αεροπλάνων. Kαι απ’ το παράθυρο είδα το πρώτο σμήνος να έρχεται από το Τηγάνι χαμηλά - χαμηλά και είδα τις πρώτες βόμβες να πέφτουν στο κέντρου του Βαθιού. Ήταν 1 η ώρα.
…
Έκαμα πολλή ώρα να φτάσω στην πλατεία. Μόλις έφτασα, όλο το Βαθύ ήταν καλυμμένο με ένα πηχτό σύννεφο σκόνης. Δεν έβλεπα να βαδίσω. Οι εκρήξεις των γερμανικών οβίδων έκαναν πιο δύσκολη την πορεία μου. Όπως προσπαθούσα να προχωρήσω, βρήκα ένα μικρό αυτοκινητάκι της καραμπινιερίας, το σταμάτησα και είπα στον Ιταλό οδηγό να με πάει στη φυλακή. Δεν θα είχαμε κάνει πάνω από 20 μέτρα, όταν ένας τοίχος έπεσε μπροστά μας. Βγήκα απ’ το αυτοκίνητο και άρχισα να τρέχω μέσα σε ένα πυκνό σκοτάδι. Σ’ όποιο δρόμο έμπαινα ήταν κλειστός από τα ερείπια των ανατινάξεων. Με πολύ κόπο κατόρθωσα να φτάσω ως το δημοτικό κήπο. Ανέβηκα στο ηγεμονικό μέγαρο που ήταν η διοίκηση της μεραρχίας. Το μέγαρο ήταν άδειο, είχε εγκαταλειφθεί όπως είχε εγκαταλειφθεί και το αντιαεροπορικό πολυβόλο που είχαν στη στέγη του μεγάρου.
...
Κατέβαινα από το δεύτερο πάτωμα όταν μια βόμβα έσκασε πάνω στο μέγαρο. Με δυσκολία μπόρεσα να ξανακατέβω στο δρόμο. Οι Ιταλοί στρατιώτες έτρεχαν απ’ το στενό προς τον παραλιακό δρόμο για να γλυτώσουν από τους τοίχους που έπεφταν από τις εκρήξεις. Τους ακολούθησα. Αυτοί όμως έπεφταν στη θάλασσα για να γλυτώσουν.
….
Κατά τις 4 η ώρα όταν καλμάρισαν τα κύματα του βομβαρδισμού, μαζί με τον Εγγλέζο υπολοχαγό και δύο Ιταλούς λοχίες κατεβήκαμε προς το Βαθύ. Περάσαμε απ’ όλες τις βομβαρδισμένες γειτονιές. Στο δρόμο προσπάθησα και μάζεψα αρκετούς Ιταλούς και τα κατάφερα να τους οργανώσω στη μεταφορά τραυματιών προς το νοσοκομείο. Μαζί μου ήρθε ο περ Γκαγιού, ο ιερέας της καθολικής εκκλησίας του Βαθιού, σε μια προσπάθεια υπεράνθρωπης προσφοράς. Το Βαθύ κείτονταν σ' ερείπια. Είχε τελείως νεκρώσει. Ήταν μια νεκρή εγκαταλειμμένη πολιτεία».
Ζαφειρώ Σταυρινού Μιτατάκη, «Απόπλους», Αφιέρωμα στην Εθνική Αντίσταση της Σάμου
«Ήταν ημέρα Τετάρτη, ώρα μεσημέρι. Μόλις καθίσαμε, στην πρώτη πιρουνιά, έπαιξε η σειρήνα, μόνο ένα ου. Τίποτα άλλο. Σταμάτησε και αμέσως είδαμε ένα φοβερό σμήνος από γερμανικά αεροπλάνα.
Ήταν σαράντα. Αμέσως άρχισαν να ρίχνουν βόμβες….. Αυτό το σμήνος ήταν πάντα το ίδιο. Ρίχνανε βόμβες και γυρίζανε στη Λέρο. Ξαναφόρτωναν και έρχονταν πάλι. Αυτό έγινε τέσσερις φορές.»
Όταν τα αεροπλάνα σταματούν για λίγο η εικόνα της καταστροφής « Τι φοβερό. Τι εικόνα ήταν εκείνη Θεέ μου. Όλα ερείπια, σπίτια γκρεμισμένα, παπλώματα καίγονταν μέσα στους δρόμους, καπνοί έβγαιναν από τα χαλάσματα».
Όταν ο ήλιος θα δύσει « η πόλη ήταν εγκαταλειμμένη. Τα μαγαζιά σπασμένα, ανοιχτά εμπορεύματα στους δρόμους, χωρίς φως… ότι και να πω είναι λίγο.
Και δεν ήταν μόνο οι υλικές ζημιές. Οι σκοτωμένοι; Κλαυθμός και οδυρμός. Τρακόσια θύματα. Δεν υπήρξε οικογένεια που να μην είχε κάποιο θύμα»
Βαγγέλης Δημητριάδης, «Το Τηγάνι της Σάμου 1940-1955»
Οι βομβαρδισμοί των γερμανικών αεροπλάνων συνεχίστηκαν στο μισοέρημο από κατοίκους Τηγάνι λίγο πριν τις 3 το αποσήμερο και τέλειωσαν με το πρώτο σκοτάδι της νύχτας. Τριάντα πέντε περίπου βομβαρδιστικά έκαναν τις ρίψεις των βομβών τους σε δέσμες κατευθυνόμενα πάνω στη λίμνη Γλυφάδα προς τα ανατολικά.
Εκατοντάδες μάτια από τις εισόδους των κρησφύγετών τους στο λόφο της Αμπέλου (Σπηλιανής) παρακολούθησαν την καταστροφή των περιουσιών τους. Οι υλικές απώλειες που υπέστη το χωριό ήταν ανυπολόγιστες. Δεκάδες σπίτια εξαφανίστηκαν από τα θεμέλιά τους. Πολύ περισσότερα έπαθαν σοβαρές ζημιές.
Οι δρόμοι μεταβλήθηκαν σε τεράστιους λάκκους όπου ήταν αδύνατη η κυκλοφορία. Ο ταρσανάς του Ωρολογά, όπου οι Άγγλοι είχαν αποθηκεύσει καύσιμα και πυρομαχικά κάτω από τα σκαρωμένα πλοία, πήρε φωτιά και καίγονταν επί μέρες. Μόνη παρηγοριά για το χωριό ήταν ότι δεν θρηνήσαμε πολλά θύματα, όπως στο Βαθύ. Σκοτώθηκαν μόνο 3 άτομα».
Κώστας Καλατζής, «Η ασημόπετρα», Εκδόσεις Πιτσιλος
«Χούφτωσα το λεβιέ, πήγα να βάλω τετάρτη. Και πάνω κει η πολιτεία έμπηξε τις φωνές. Φρενάρισα κοφτά. Βουερό το χούγιασμα της σειρήνας, ξανεμίζονταν σε μεγάλους παλμικούς κύκλους. Συναγερμός!
Ακουστήκανε πόρτες να διαπλατώνονται με βρόντο, ποδοκροτήματα, στριγκλιές. Τούτη τη φορά οι άνθρωποι από ένστικτο κατάλαβαν. Και φοβηθήκανε. Έσβησα τη μηχανή, έσφιξα το χειρόφρενο.
Κι απ’ τον ουρανό τρανταχτό κατρακύλησε το μούγκρισμα των κινητήρων. Ήταν τρία λεπτόκορμα Στούκας με τις μαύρες τσακιστές τους φτερούγες και τους μόνιμα κρεμαστούς τους τροχούς. Πετούσαν βόλτα βόλτα απ’ τις ράχες των λόφων, τονα πίσω’ απ’ τ’ άλλο. Πεταχτήκαμε όξω απ’ το αυτοκίνητο.
...
Κι ο πάταγος των κινητήρων δυνάμωσε. Απ΄ το άνοιγμα του κόλπου φάνηκε να ζυγώνει σφιχτοδεμένος ο μεγάλος σχηματισμός των JU-88. Ένα δέλτα πελώριο, μαύρο, ζυγημένο και στοιχημένο στην εντέλεια, που όλο μεγάλωνε, ώσπου κάλυψε την πολιτεία όλη.
Τ’ αεροπλάνα, στη θέση του το καθένα, μοιάζανε με βαρυφορτωμένα ζωντανά, που τα κρατούσε όλα απ’ το καπίστρι τους ένας αόρατος αγωγιάτης και κείνα υπάκουα, ακολούθαγαν αγκομαχώντας. Είχανε μπρος μια φουσκωτή τζαμένια μούρη κι απ’ τη μια και την άλλη της οι έλικες, έτσι που γύριζαν, γυαλίζανε σα δυο πελώρια τάλιρα. Τα JU-88 ήταν πιο φημισμένα βομβαρδιστικά του πολέμου.
Κοίταξα ολόγυρα. Οι πόρτες πίσω της ΗΒΗΣ χάσκανε άδειες, σαν απορημένα στόματα, τραπέζια καρέκλες σωρός. Έρημη η πλατεία. Ξαπλώσαμε σύριζα στο ρείθρο του πεζοδρομίου. Μπρούμυτα. Ήταν αργά να ξεμακρύνουμε.
Ψηλά απ’ τη μεριά των ανεμόμυλων ένα ξεμοναχιασμένο πολυβόλο άρχισε να βάζει ριπές-ριπές άτακτα. Το βαρύ πυροβολικό πάνω στα κεραμίδια του Comando Militare που τόσο καιρό το στήσανε έμενε σιωπηλό.
Και τα Στούκας χαμήλωσαν. Για μια στιγμή το πρώτο μπατάρισε στο φτερό. Έγραψε μια πλατιά καμπύλη το κολωνάκι της κεραίας του ξεχώρισε φευγαλέα σαν μπαγκέτα κι άξαφνα όρθωσε την ουρά του μας σημάδεψε από ψηλά, η άκρη της σουβλερής του μύτης φάνηκε κόκκινη και ρίχτηκε κάτω κατακόρυφα. Ρουθούνιζε άγρια η μηχανή του, στρίγγλιζε ξεσκιστά η σειρήνα του κι έρχονταν παντοδύναμο, στεφανωμένο από τις φλόγες των πολυβόλων του. Ραντιστές τσακμακίσανε στην προκυμαία οι σφαίρες. Η λυγερή κορμοδεσιά του ξεκαθάριζε αστραπή. Οι πλατιοί σταυροί στα φτερά, οι αριθμοί του, το αεροδυναμικό κουβούκλιο του πληρώματος. Κι ως να το καλοκαταλάβουμε ίσκιος βαρύς μας πλάκωσε η γερακωτή του όψη.
Το ψυγείο της μηχανής του έμοιαζε με ανοιχτό στόμα σκυλόψαρου. Βυθίζονταν ασταμάτητα και πάνω που ήταν θαρρείς να καρφωθεί κάθετα, εκεί καταμπροστά μας, μ’ ένα δαιμονικό μαρσάρισμα οριζοντιώθηκε. Απ’ τη δεξιά του εξάτμιση τινάχτηκε μια μαύρη μπουκιά καπνός, φάνηκε η κοιλιά του γαλάζια, το καρουλάκι της ουράς του και λοξά πήρε ύψος.
Πίσω του έμεινε κάτι σαν ξέσκισμα του αέρα, σφύριγμα πες διπλό, που ζύγωνε οξύ, δυνάμωνε κι άξαφνα, ξεταπώθηκε βροντή γιγάντια.
Μάζα στέρεη η πίεση, χτυπήθηκε μονοκόμματη στ’ αφτιά μας και σούβλισε – καρφί πυρωμένο- το νου πέρα για πέρα. Τα μάτια μου γεμίσανε φλόγα, πονέσανε τα στήθια μου. Η μπόμπα έσκασε στο λιθόστρωτο, μπρος ακριβώς από την Εθνική Τράπεζα. Ένοιωσα την προκυμαία ν’ ανεβοκατεβαίνει παλμικά. Ο αέρας, χνώτο δράκου, μας ζούλιξε καφτός κι ο κουρνιαχτός μας πήρε απ’ το κεφάλι.
Και το δεύτερο Στούκας, βουερό, φάνηκε να μπατέρνει, πίσω του το τρίτο. Κι οι εκρήξεις πήραν να βηματίζουν άκρη-πάντα στην πολιτεία απανωτές. Ψηλά, τα δικινητήρια Ju-88 πετούσανε αργά και υπολογισμένα με τις κοιλιές ανοιχτές. Οι μπόμπες τους πέφτουν κομπολόι. Φεύγανε πλαγιαστές, κάτι μαύρα μακρουλά πράματα με λεπτά φτερούγια από πίσω, γυρίζανε το κεφάλι τους κάτω κάτω, κάνανε ένα παίξιμο πέρα-δώθε και βαριές πέφτανε ίσια. Σφυρίζανε. Ήταν ένα σφύριγμα που δεν έμοιαζε με τίποτα. Σφύριγμα μόνο από μπόμπες που πέφτανε και που δυνάμωνε, ψήλωνε κι απότομα χάνονταν μέσα στον πάταγο της έκρηξης.
Κι η πολιτεία βόγγαγε, θρυμματίζονταν. Έτρεμε η γη.
Παραλογιασμένες απ’ το σεισμό οι γειτονιές ολόκληρες χάνανε την ισορροπία τους και καταρρέανε μαζεμένες. Τα τζάμια σκάγανε σα φούσκες αγιοβασιλιάτικες, χαλάζι φονικό σφυρίζανε τα κεραμίδια. Ξύλα, σιδερικά, πέτρες, νοικοκυριά ολόκληρα, καημοί κι αγάπες, ξανέμιζαν τιναχτά στα υψοούρανα. Φούσκωναν από παντού αγκαλιές-αγκαλιές τα θανατερά λουλούδια των εκρήξεων κι οι βροντές κοπαδιαστές συνωστίζονταν, μπλέκονταν η μια μέσα στην άλλη, γίνονταν βουή άσπαστη, μπουμπουνιστός καγχασμός θανάτου.
....
Κι οι μπόμπες σφυρίζανε.
Ζεμαστιστό το σίδερο δάγκωνε τα θεμέλια της πολιτείας, ανάσκαβε τα σπλάχνα της. Κοχλακιστός παφλασμός φωτιάς απ’ άκρη σ’ άκρη. Καπνοί μαύροι, ξεχαρβαλωμένες στέγες στον αέρα, σουβάδες, χώμα, κουρνιαχτός πηχτός κι από ψηλά κινητήρες, καλοσυντηρημένο B.M.W κινητήρες να βουίζουνε στρωτά κι ασταμάτητα.
ΤΟ ΚΕΝΤΡΟΝ, το καφενείο με τα μπιλιάρδα απέναντι τινάχτηκε στον αέρα. Λάμψη κεραυνωτή, βρόντος και δεν έμεινε παρά ένας τοίχος μαυρισμένος κι ένα χονδρό δοκάρι να καίγεται γυρτό.
…
Ο ουρανός για μια στιγμή είχε καθαρίσει. Ακούγονταν μπουμπουνητό από την άλλη πάντα του νησιού. Θα χτυπούσαν το Τηγάνι. Ριχτήκαμε τρεχάτοι να βγούμε από την πολιτεία. Μα η φόρα μας κόπηκε γρήγορα. Πύρινο στεφάνι μας έζωσε ο χαλασμός. Παντού φωτιές και τοίχοι ξεκουνημένοι να μπατέρνουν μονοκόμματοι και να πέφτουν μέσα σ’ ένα σύννεφο από πυρωμένους σουβάδες. Τα χάσαμε.
….
Ξεκοιλιαστήκανε τα σπίτια. Τα σπλάχνα τους, τραπέζια, κρεββάτια, κατσαρολικά, εικονοστάσια, νεροχύτες, κουρελιασμένο ρουχομάνι, λεκάνες αποχωρητήριου, σπαραλιασμένα είχανε ξεχυθεί ανάκατα τους δρόμους και τους φράζανε. Στρώμα παχύ τα θρυψαλιασμένα κεραμίδια…… Πήραμε τον ανήφορο. Μας φλόμωνε η κάψη, ο καπνός. Ένοιωθα τη γλώσσα μου πρησμένη, ξερό, διψασμένο το στόμα. Τα μάτια μου αναμμένα κάρβουνα, τσούζανε. Μπλέξαμε σ’ ένα σωρό κουβαριασμένα σύρματα. Ξεγδαρθήκαμε. Τα ρούχα μας είχαν τσουρουφλιστεί, μυρίζανε καψαλισμένα.
…..
Φωνές μας κύκλωναν σπαραχτικές. Θρήνοι. Από κάπου μια γυναίκα σκλήριζε «το παιδί… το παιδί..». Δυο άνθρωποι μισότριβοι περάσανε, άντρες και γυναίκα, κουβάλαγαν με ζόρι πάνω σε μια σκάλα έναν λαβωμένο. Ποιος ξέρει τι τους ήτανε, που τον πήγαιναν. Αγκομαχούσανε. Ο λαβωμένος ούτε σάλευε, ούτε άχνα έβγαζε. Μπορεί και να είχε πεθάνει. Η σκάλα έσταζε αίμα.
Κάτι Ιταλοί φαντάροι πολεμούσανε με λοστούς τα τουφέκια τους ν’ ανασηκώσουνε μια γκρεμισμένη τσιμέντινη πλάκα, τεράστια. Οι σιδεροδεσιές της ξέχαν λυγισμένες κι από κάτω ακούγονταν σιγανοί βόγγοι, - aiuto…aiuto.. βοήθεια…
Ένας ανθρωπάκος γλίτσης καθόντανε σε μια πέτρα κι έκλαιγε σιγανά, κάτι μουρμούριζε ακατάληπτο. Ήτανε γέρος. Τα μουστάκια του στάζανε αίμα μελανό. Μπροστά του χώνευε η φωτιά του πεσμένου σπιτιού του….
Ακούστηκαν πάλι τα αεροπλάνα. Ανοίξαμε πόδι. Οι εκρήξεις μας προλάβανε στη συνοικία με τις καρουμπιές ψηλά στην παρυφή της πόλης. Αναταράχτηκε ο κόσμος, σκίστηκε κι ένα πηχτό χωματένιο κύμα σηκώθηκε βίαιο και μας κάλυψε…
...
Κι οι εκρήξεις ανασκάβανε ακόμα τα χαλάσματα χαμηλά στην πολιτεία. Τ’ αεροπλάνα πετούσανε τώρα σε μικρούς τριγωνικούς σχηματισμούς από τρία. Χαράζανε τον ουρανό, μια οριζόντια, μια κάθετα και γκρεμίζανε με μέθοδο.
Κάποτε φάνηκαν να ψηλώνουν. Υπακούοντας ποιος ξέει σε ποιο γνέμα, συγκλίνανε όλα και χωρίς κανένα μπέρδεμα πήρανε ένα-ένα την προκαθορισμένη θέση τους. Πουθενά τρεμούλιασμα φτερών, στραβοτιμονιά καμιά. Ο μέγας σχηματισμός των JU-88 χωρίς νευρικότητες και κινήσεις περιττές ζυγήθηκε στοιχήθηκε και πάλι, τακτοποιήθηκε γοργά και με την άψογη μύτη του σημάδεψε τη Δύση και πήρε να ξεμακραίνει σταθερά. Σβέλτος και ξαλαφρωμένος. Τα Στούκας φέραν και αυτά μια τελευταία βόλτα, καβάλησαν τους ανεμόμυλους και χάθηκαν αφήνοντας για ώρα στ’ αφτιά μας τη βουερή εντύπωση των δυνατών κινητήρων τους.
Ο ουρανός αποκαλύφθηκε πάλι γαλάζιος και πεντακάθαρος. Μας κάλυψε η σιωπή. Μια σιωπή βαθιά, παράξενη, η σιωπή του απείρου. Οι άνθρωποι πήραν να βγαίνουν από το χαντάκι μουδιασμένοι και βρώμικοι. Κοιταζόντουσαν ξέπνοοι ακόμα, σαστισμένοι.
...
Βάστηξε το κακό κοντά τρεις ώρες. Κι όλα εξαρθρωθήκανε, παραλύσανε. Έμεινε μονάχα ο πανικός μεσ’ στα χαλάσματα να ουρλιάζει και με το καφτερό του χνώτο να σαλαγάει τους ανθρώπους. Ψυχομάχαγε η πολιτεία. Άδειαζε. Παραλογιασμένοι οι άνθρωποι άρπαχναν τη ζωή τους στα χέρια, δρασκέλιζαν τους νεκρούς και με τις εκρήξεις ζωντανές στα αφτιά τους φεύγανε.
…
Κι έφυγα γρήγορα, τράβηξα διαγώνια για το Γεφυράκι. Φωνές, κλάματα, ουρλιαχτά, «βοήθεια», πτώματα και λαβωμένοι έβλεπα κι άκουγα, κρατιόμουνα με δύναμη, δεν άφηνα όλη κείνη την απελπισία να περάσει μέσα μου. Έτρεχα. Στους δρόμους, τα μπάζα σωροί αξεπέραστοι, μαύρες καπνιές φτεροκόπαγαν στον αέρα- ίδιες νυχτερίδες- στάχτες. Κι οι τοίχοι άλλοι γκρεμισμένοι κι άλλοι όρθιοι, μόνοι αυτοί, χωρίς να βαστάνε καμιά σκεπή και με τ’ ανοίγματα των παραθύρων τους άδεια, σα βγαλμένα μάτια. Η άμοιρη η πολιτειούλα μας, η ασήμαντη, για μια φορά κι αυτή μπερδεύτηκε στο βηματισμό της ιστορίας και γίνηκε κομμάτια…"
Τέσσερις ημέρες μετά ξεκινά η Γερμανική Κατοχή στο νησί μας. Στις 21 Νοεμβρίου οι Γερμανοί αποβιβάζονται στη Σάμο και παρελαύνουν στους έρημους δρόμους του Βαθιού...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου