Της Αρχαιολόγου Βασιλικής Γιαννούλη
Ήδη από τα τέλη του 19ου αι. ήταν γνωστό ότι οι δυτικές και βόρειες παρυφές της άνω πόλης της αρχαίας Σάμου ορίζονταν κατά μεγάλο μέρος τους από συστάδες κογχών, λαξευμένες στον φυσικό βραχισμό, οι οποίες ταυτίστηκαν ορθά ως υπαίθρια ιερά, αφιερωμένα στην Μητέρα-θεά Κυβέλη.
Η τελευταία μεγάλη πυρκαγιά, που έπληξε το νησί τον Ιούλιο του 2000 αποψίλωσε εντελώς τον χαμηλό λόφο επάνω από το Αρτεμίσιο, με αποτέλεσμα να έλθει στο φως ένα ακόμη εντυπωσιακό ως προς την δομή του υπαίθριο ιερό.
Ναΐσκος Κυβέλης, 4ου αι. π.Χ. από την εννεάκρουνο της Αθήνας (0,45 Χ 0,27 μ.), Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Είναι γνωστό ότι οι ανασκαφές, που διεξάγει εδώ και πάνω από 35 χρόνια η Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία στην περιοχή της κάτω πόλης της αρχαίας Σάμου (η έκταση της οποίας συμπίπτει περίπου με την έκταση που καταλαμβάνει ο σύγχρονος οικισμός του Πυθαγορείου), σωστικές στην πλειοψηφία τους λόγω της ραγδαίας τουριστικής ανάπτυξης, έχουν φέρει στο φως το μεγαλύτερο μέρος του οικιστικού ιστού της, την Αγορά, δημόσια κτίρια και ιερά και μεγάλο μέρος του οδικού της δικτύου.
Οι ανασκαφές στο Πυθαγόρειο
Σχετικά πρόσφατα άρχισαν συστηματικές έρευνες στην περιοχή της άνω πόλης, για την οποία μέχρι τότε οι γνώσεις μας ήταν πολύ περιορισμένες, βασισμένες κυρίως στην περιγραφή του Στράβωνα, ο οποίος σαφώς διακρίνει το επίπεδο μέρος της πόλης (κάτω πόλη) και το τμήμα της εκείνο που «σκαρφαλώνει στην πλαγιά του βουνού (της Αμπέλου) που υψώνεται από πάνω της». Όμως οι κατά καιρούς επιφανειακές έρευνες και τα ορατά αρχιτεκτονικά λείψανα ενίσχυαν την υπόθεση ότι εκεί απλωνόταν μια από τις σημαντικότερες συνοικίες της αρχαίας Σάμου, με πολυτελείς κατοικίες και δημόσια κτίρια, λόγω της προνομιακής θέσης της και της πανοραμικής θέας σε όλη την ΝΑ. ακτή του νησιού, το Ηραίο και την Μυκάλη, με εποπτεία των θαλάσσιων δρόμων που συνδέουν τα Δωδεκάνησα και όλη την ΝΑ. Μεσόγειο με τις ακτές της Μικράς Ασίας και τα νησιά του Β.Α. Αιγαίου. Στην ίδια περιοχή οι σύγχρονοι ερευνητές τείνουν να αναγνωρίσουν την τοποθεσία της ακρόπολης της αρχαίας Σάμου, υπόθεση που ενισχύεται με τα πρόσφατα ευρήματα στην περιοχή.
Με τις έρευνες αυτές τεκμηριώνεται και ουσιαστικά η μεγάλη έκταση της πόλης που έφθανε το 1 τ. χλμ περίπου, αν συνυπολογισθεί η έκταση στην κορυφή του βουνού Αμπελος, που είχε αφεθεί αδόμητη για λόγους ασφαλείας μέχρι το βόρειο σκέλος του τείχους, το οποίο είχε περίμετρο 6 χλμ.
Εκτός από την αναμφίβολα δεσπόζουσα λατρεία της Ήρας, το ιερό της οποίας ήταν από τα σημαντικότερα και πλέον ονομαστά στην μεσογειακή λεκάνη και σαφώς εξαρτιόταν από την πόλη, οι ανασκαφές στο Πυθαγόρειο έφεραν στο φως και άλλα σημαντικά ιερά και ναούς1. Τέσσερις τουλάχιστον ναοί βρέθηκαν, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο, στην περιοχή της αρχαίας αγοράς ή κοντά σ’ αυτήν, και πάντως εκατέρωθεν της Ιεράς Οδού, που οδηγούσε από την πόλη στο Ηραίο. Δυο απ’ αυτούς παραμένουν αταύτιστοι, ο τρίτος προς Β. της Ιεράς Οδού έχει ταυτιστεί με τον ναό του Διονύσου και ένας τέταρτος, στην περιοχή της Αγοράς, με τον ναό της Αφροδίτης. Πιθανή θεωρείται η ύπαρξη ενός ακόμη ιερού στις δυτικές παρυφές του λόφου του Κάστρου, προς Ν. της αρχαίας αγοράς, ενώ με δημόσιο οικοδόμημα -πιθανότατα ναϊσκό- ταυτίζεται ένα από τα σημαντικά κτίρια της αρχαϊκής Σάμου, το οποίο αποκαλύφθηκε στην Ν.Α. περιοχή της πόλης, προς το λιμάνι, σχετικά απομακρυσμένο από τα υπόλοιπα ιερά.
Μια επιγραφή που βρέθηκε δυτικά, έξω από την πόλη, τεκμηριώνει την ύπαρξη ενός ακόμη ιερού της Αθηνάς -προστάτιδας θεάς των Αθηνών- που ιδρύθηκε προφανώς από τους Αθηναίους κληρούχους, ίσως κατά την περίοδο της πρώτης αθηναϊκής κληρουχίας του 441/440 π.Χ.2. Είναι πιθανόν ο ναός να βρισκόταν στην μεγάλη πεδιάδα της Χώρας, δυτικά από το Προάστειο της πόλης, που αναφέρεται στον Ηρόδοτο, όπου έχουν εντοπισθεί πολλές αγροτικές επαύλεις σε διάφορα σημεία, οι οποίες χρονολογικά συμπίπτουν με την περίοδο της αθηναϊκής κληρουχίας.
Το 1979 ανακαλύφθηκε εξ άλλου, αμέσως έξω από το δυτικό σκέλος του τείχους, το γνωστό από την διήγηση του Ηροδότου ιερό της Αρτέμιδος, το οποίο ο ανασκαφέας χρονολογεί στους προπολυκράτειους χρόνους (σχέδ. 1). Με το ιερό αυτό συμπληρώνεται η περιορισμένη οπωσδήποτε εικόνα που έχουμε για τα ιερά της κάτω πόλης και που ελπίζουμε να ολοκληρωθεί με συμπληρωματικές έρευνες στο μέλλον. Ένα από τα σημαντικά στοιχεία που ήλθαν στο φως κατά την ανασκαφή του Αρτεμισίου, είναι η ανακάλυψη πλακόστρωτης οδού, η οποία οδηγούσε στις Ν.Δ. παρυφές της άνω πόλης και στα ιερά που υπάρχουν στην ίδια με το Αρτεμίσιο περιοχή, αμέσως προς Β. του.
Τοπογραφικό των ανασκαφών των ιερών της θεάς Κυβέλης στη Σάμο.
Θα πρέπει εξ αρχής να διευκρινισθεί ότι η περιοχή όπου αναπτυσσόταν στην αρχαιότητα η άνω πόλη της αρχαίας Σάμου, προς Β. του σημερινού οικισμού, παραμένει άσκαφτη στο μεγαλύτερο μέρος της, επειδή εντάσσεται σε αδόμητη ζώνη προστασίας και ως εκ τούτου δεν υπήρχε ανάγκη να γίνουν σωστικές ανασκαφές. Από τα ιερά, που ασφαλώς υπήρχαν στην περιοχή της, δυο είναι μέχρι στιγμής γνωστά, ενώ πρόσφατα ευρήματα συνηγορούν για την πιθανότητα ύπαρξης και άλλων, όπως είναι φυσικά αναμενόμενο.
Ένα απ’ αυτά θα πρέπει να αναζητηθεί στην θέση του μεγάλου κτιριακού συγκροτήματος «ανακτορικού» τύπου (σχέδ. 1, αρ. 8), το οποίο δεσπόζει στο μέσον περίπου της άνω πόλης3, όπου αποκαλύφθηκε τετράπλευρη κατασκευή, με χαμηλό λίθινο πλαίσιο και δάπεδο στρωμένο με ακανόνιστα πελεκημένες λίθινες πλάκες. Η κατασκευή, αν και μικρότερη σε μέγεθος, παραπέμπει αμέσως στα γνωστά και συνήθη αναθηματικά βάθρα της αρχαϊκής περιόδου, που αφθονούν στο Ηραίο της Σάμου. Είναι προφανές ότι το θεμέλιο αυτό, σε σχέση μάλιστα με τα υπόλοιπα αρχαϊκά λείψανα που βρέθηκαν στον χώρο, αφήνει ανοικτή την πιθανότητα εντοπισμού ενός ακόμη ιερού ή κάποιου σημαντικού δημόσιου οικοδομήματος των αρχαϊκών χρόνων στην άνω πόλη.
Στο δυτικό άκρο της άνω πόλης, γνωστό είναι το Θεσμοφόριο των κλασικών χρόνων (ιερό της Δήμητρας και της Κόρης), που ανακαλύφθηκε το 1976 σε μικρή απόσταση ανατολικά από το δυτικό σκέλος του τείχους (σχέδ. 1). Μολονότι δεν έχει ακόμα μελετηθεί, η ταύτισή του θεωρείται βέβαιη, εκτός των άλλων και από τα πολυάριθμα ειδώλια του τύπου των «υδριαφόρων», που κατέχουν σημαντικό μέρος των πλούσιων αφιερωμάτων του ιερού.
Τα υπαίθρια ιερά της Μητέρας-θεάς Κυβέλης
Ήδη από τέλη του 19ου αι., ήταν γνωστό ότι οι δυτικές και βόρειες παρυφές της άνω πόλης της αρχαίας Σάμου ορίζονταν κατά μεγάλο μέρος τους από συστάδες κογχών λαξευμένες στο φυσικό βραχισμό, οι οποίες ταυτίστηκαν ορθά ως υπαίθρια ιερά, αφιερωμένα στην Μητέρα-θεά Κυβέλη. Αναφορά σ’ αυτά γίνεται για πρώτη φορά το 1898 από τον J. Böhlau, ανασκαφέα της εκτεταμένης δυτικής νεκρόπολης. Μόλις το 1975 όμως έγινε από τον R. felsch μια πρώτη προσπάθεια καταγραφής, σχεδίασης και φωτογράφισης αρκετά μεγάλου αριθμού κογχών κυρίως στα βόρεια ιερά, όσο μπορούσε να επιτρέψει η πυκνή φυσική βλάστηση που καλύπτει το βουνό και κάνει δυσχερή ακόμα και σήμερα την έρευνα4.
Τα όρια μεταξύ του πολεοδομικού ιστού και της περιοχής των ιερών καθορίζει μέχρι και σήμερα ο επαρχιακός δρόμος, που οδηγεί από το Πυθαγόρειο στο Ευπαλίνειο, ακολουθώντας ασφαλώς την πορεία κάποιου αρχαίου προδρόμου του, ο οποίος εκμεταλλεύθηκε σωστά τον σαφή διαχωρισμό μεταξύ του βόρειου απότομου, πρανούς από γκρίζο σκληρό ασβεστόλιθο και του νότιου, που σχηματίσθηκε κυρίως από κατολισθήσεις λατύπης και οστράκων επάνω στο φυσικό μαλακό κοκκινόβραχο – διαχωρισμό που παρατηρείται σε όλο, σχεδόν, τον κατά μήκος άξονα της πλαγιάς του βουνού. Ακόμη περισσότερο, θα πρέπει εδώ να αναζητηθεί το βόρειο όριο της κατοικημένης περιοχής της αρχαίας πόλης, σχεδόν αμέσως μετά από το οποίο αρχίζει ο σκληρός βραχισμός με τα ιερά της Κυβέλης.
Περισσότερο γνωστές στους προηγούμενους ερευνητές φαίνεται να ήταν οι δυο μεγάλες ομάδες συστάδων κατά μήκος του οριζόντιου άξονα του βουνού της Σπηλιανής, ενώ από την τρίτη ομάδα (δυτικό ιερό), αμέσως εσωτερικά από το δυτικό σκέλος του τείχους της πόλης, μόνο σποραδικές κόγχες και λαξεύματα είχαν εντοπισθεί, τόσο από εκείνους όσο και από την υπογράφουσα κατά την προσπάθεια εντοπισμού τους, με σκοπό την ένταξη των ιερών στο τοπογραφικό της αρχαίας Σάμου. Όμως, η τελευταία μεγάλη πυρκαγιά, που έπληξε το νησί τον Ιούλιο του 2000, αποψίλωσε εντελώς τον χαμηλό λόφο επάνω από το Αρτεμίσιο, με αποτέλεσμα να έλθει στο φως ένα ακόμη εντυπωσιακό ως προς την δομή του υπαίθριο ιερό.
Η πρόσβαση στα ιερά φαίνεται ότι γινόταν από δρόμους και μονοπάτια, δυο από τους οποίους εντοπίσαμε: τον ένα στο ιερό της Αρτέμιδος, όπως είπαμε παραπάνω, και έναν ακόμα στην περιοχή της αρχαίας αγοράς, ο οποίος ξεκινούσε από τον δεύτερο κύριο οδικό άξονα της αρχαίας πόλης, που οδηγούσε στο ανατολικό τμήμα του νησιού και τον ναό του Ποσειδώνα κοντά στον πορθμό της Μυκάλης. Η ανοδική πορεία συνεχιζόταν με σκαλοπάτια λαξευμένα στο απότομο πρανές, όπως επίσης κλίμακες συνέδεαν μεταξύ τους τα διάφορα επίπεδα των ιερών.
Με εξαίρεση δυο κόγχες που εντοπίσθηκαν το 1967 έξω από το ανατολικό σκέλος του τείχους, κοντά στην πύλη Ε, και παραμένουν οι μοναδικές μέχρι στιγμής γνωστές στην ανατολική περιοχή της πόλης, τα ιερά αρχίζουν σε απόσταση περίπου 150 μ. δυτικά από το ανατολικό τείχος, αναζητώντας συνήθως μια ενιαία επιφάνεια του βράχου -σαν παραπέτασμα, όπως συμβαίνει με τις τέσσερις πρώτες συστάδες που βρίσκονται στην ίδια υψομετρική γραμμή. Όταν αυτή η ενιαία επιφάνεια παύει να υπάρχει, αναζητείται μια παρόμοια στο αμέσως επόμενο επίπεδο, όπως συμβαίνει από την 5η συστάδα και μέχρι την περιοχή του θεάτρου. Μεμονωμένες κόγχες πάντως ή και ολιγάριθμες ομάδες κογχών βρέθηκαν επίσης βόρεια και νότια σε όλο το μήκος της κύριας γραμμής των ιερών. Σε πολλές περιπτώσεις, εμπρός από τις συστάδες είχε διαμορφωθεί στενή εξέδρα, στην οποία οδηγούσαν λίγες βαθμίδες. Για λόγους που υπαγορεύονται καθαρά από την μορφολογία του εδάφους, οι ομάδες των συστάδων του βόρειου ιερού χωρίστηκαν σε Β.Α. και Β.Δ. ιερό, με διαχωριστικό σημείο την περιοχή του αρχαίου θεάτρου, όπου η διάνοιξη της σύγχρονης επαρχιακής οδού Πυθαγορείου-Σπηλιανής θα πρέπει να κατέστρεψε την αδιάσπαστη συνοχή της γραμμής των συστάδων, που σίγουρα υφίστατο κατά την αρχαιότητα (σχέδ. 1).
Το Β.Α. ιερό
Η πρόσβαση στο Β.Α. ιερό γινόταν βόρεια από το μεγάλο κτιριακό συγκρότημα (βλ. παραπάνω) με πλατείς αναβαθμούς λαξευμένους στον βράχο, που οδηγούν σε μεγάλο πλάτωμα με δυο ιερά σπήλαια. Επάνω από το πλάτωμα αρχίζει η πρώτη συστάδα, που αποτελείται από οκτώ κόγχες, τετράπλευρες ή ορθογώνιες, σε μια από τις οποίες, την μόνη αετωματική, σώζεται το αποτύπωμα του ανάγλυφου που την κοσμούσε. Η 2η συστάδα αποτελείται από πέντε κόγχες, από τις οποίες οι τρεις αετωματικές και μία διπλή. Εντυπωσιακότερη είναι η 3η συστάδα με δώδεκα κόγχες, από τις οποίες μία μόνον αετωματική (εικ. 1). Στο δυτικό άκρο της σχηματίζεται ο πρώτος από τους λαξευτούς ορθογώνιους χώρους, που αφθονούν και στα τρία ιερά, όπως θα δούμε, με άγνωστη προς το παρόν λειτουργικότητα αλλά εντυπωσιακές διαστάσεις. Ορθογώνια λαξεύματα εξάλλου, που δεν ανήκουν σε κόγχες και βρίσκονται σε αρκετό ύψος από το έδαφος, συναντάμε σε αρκετές από τις συστάδες και φαίνεται ότι μάλλον χρησίμευαν για την εναπόθεση αφιερωμάτων ή προσφορών στην θεά.
Η 4η συστάδα παρουσιάζει πιο περίπλοκη σύνθεση με οκτώ κόγχες (από τις οποίες δυο αετωματικές) και δυο φυσικά σπήλαια, που την χωρίζουν σε τρία τμήματα. Στο ένα από τα σπήλαια υπάρχει προσεκτικά λαξευμένο ορθογώνιο θρανίο, ίσως για την εναπόθεση προσφορών ή την τέλεση της λατρείας. Η δεύτερη από Α. κόγχη είναι η μοναδική μέχρι στιγμής στην οποία βρέθηκε εντορμία για την υποδοχή και στερέωση ανάγλυφου ή αγαλματιδίου της θεάς, ενώ σε μια άλλη κόγχη σώζεται ανάγλυφη παράσταση της θεάς, καθιστής με μικρό λιοντάρι στην αγκαλιά της -τύπος δημοφιλής που πρωτοεμφανίζεται στην εικονογραφία της θεάς τον 6ο π.Χ. αι.5 (εικ. 2).
Στην επόμενη συστάδα, που αποτελείται από τρεις κόγχες, από τις οποίες μία αετωματική, σώζεται σε καλή κατάσταση η παράσταση της καθήμενης σε θρόνο θεάς, πιθανώς με πόλο -τύπος γνωστός στην εικονογραφία από το τέλος του 6ου μέχρι τον 5ο αι. π. Χ. (εικ. 3). Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν δυο οριζόντιες ταινίες στα δεξιά της μορφής, οι οποίες πιστεύουμε ότι αναπαριστούν είτε τους λαξευμένους στον βράχο αναβαθμούς για την πρόσβαση στο ιερό και, κατά συνεκδοχή, το ίδιο το ιερό της θεάς, είτε ένα λαξευμένο στον βράχο «θρόνο», ο οποίος υπονοούσε την «επιφάνεια» της Μητέρας θεάς, κατά το πρότυπο των φρυγικών ιερών.
Μετά από την 5η ομάδα, η ακολουθία των συστάδων περνά στην αμέσως ψηλότερα υψομετρική γραμμή και η διαχωριστική απόσταση μεταξύ τους μεγαλώνει. Στην 6η συστάδα, που αποτελείται από τέσσερις κόγχες, από τις οποίες μία διπλή αετωματική, βρίσκεται και η μόνη προς Α. προσανατολισμένη κόγχη, σε αντίθεση με το σύνολο των κογχών των βόρειων ιερών που είναι προσανατολισμένες προς Ν.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία για την ολοκλήρωση της εικόνας του ιερού εντοπίσθηκε πρόσφατα μεταξύ της 6ης συστάδας και του αρχαίου θεάτρου, όπου βρέθηκε, λαξευμένη στον βράχο μεγάλη ορθογώνια εξέδρα με αναβαθμό, στο πρόσωπο του οποίου σώζονται ίχνη επιχρίσματος με ασβεστοκονίαμα (σχέδ. 1, αρ. 4). Στο πλάτωμα της εξέδρας υπάρχει τετράπλευρο λάξευμα για την υποδοχή της πλίνθου, αγάλματος ή βωμού. Στο βόρειο τοίχωμα του πλαισίου της εξέδρας υπάρχουν τρεις κόγχες και σε μικρή απόσταση προς Ν. της δυο ακόμα. Κόγχες καταγράφηκαν από τον felsch και στην περιοχή βόρεια από το θέατρο, αλλά δεν στάθηκε δυνατόν να τις εντοπίσουμε λόγω της βλάστησης. Αντίθετα, μετά την πυρκαγιά αποκαλύφθηκαν δυο ακόμα νέες συστάδες στο επίπεδο περίπου των ήδη γνωστών, καταδεικνύοντας έτσι ότι η συνέχεια των κογχών είναι αδιάκοπη σε όλο τον κατά μήκος άξονα του «ιερού βουνού» και έτσι η θεά προστάτευε από βορρά το σύνολο της πόλης.
Το Β.Δ. ιερό
Με μόνη διακοπή στο σημείο όπου ο σύγχρονος δρόμος που οδηγεί στο μοναστήρι της Σπηλιανής πιθανόν να κατέστρεψε και άλλες κόγχες, αρχίζει αμέσως δυτικά το Β.Δ. ιερό. Δυο συστάδες εντοπίσθηκαν μόλις πρόσφατα και δεν έχουν μελετηθεί ακόμη, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει μια μεμονωμένη κόγχη με μνημειώδεις διαστάσεις, η οποία βρέθηκε 24 μ. ψηλότερα από την υψομετρική γραμμή της 9ης συστάδας, η οποία είναι η μεγαλύτερη σε μήκος και εκτείνεται μέχρι την νότια είσοδο του Ευπαλινείου, με 24 κόγχες σε 4 ομάδες. Η μεμονωμένη μεγάλη κόγχη φέρει επίχρισμα με κονίαμα στερεωμένο σε υπόστρωμα από θραύσματα κεραμίδων και σώζει καθαρά το ίχνος από το αποκεκρουμένο ανάγλυφο.
Τα ενδιαφέροντα στοιχεία, που συγκεντρώνει η τελευταία αυτή συστάδα και θα παραθέσουμε στην συνέχεια, υπονοούν, νομίζουμε, μια ριζική αλλαγή από τον αμελέστερο και απλούστερο τρόπο κατασκευής των κογχών στο Β.Α. ιερό. Το πρώτο (ανατολικό) τμήμα της συστάδας αποτελούν έξι κόγχες από τις οποίες η μία διπλή. Για το δεύτερο, που παρουσιάζει την μεγαλύτερη συγκέντρωση με δεκατέσσερις κόγχες και μία εντορμία για την υποδοχή στήλης, έχει λαξευθεί προσεκτικά η παρειά του βράχου, ώστε να δίνει την εντύπωση τοίχου, μέρος του οποίου είναι εντελώς κάθετο και λείο. Εμπρός σε μία από τις κόγχες, ιδιαίτερα επιμελημένη και διαμορφωμένη με λίθινο πλαίσιο και αέτωμα, είχε βρεθεί από τον felsch πεσμένο το συνανήκον ανάγλυφο, του οποίου αγνοείται σήμερα η τύχη. Μπροστά στην κόγχη σώζονται λείψανα λιθόστρωτου από μικρά θραύσματα λιθόπλινθων, τοποθετημένα σε ερυθρωπό υπόστρωμα ασβεστοκονιάματος ως επίστρωση επάνω από μεγαλύτερες πλάκες. Μια άλλη κόγχη της ίδιας ομάδας παρουσιάζει την επιμελέστερη κατασκευή και μνημειώδεις διαστάσεις, με συνολικό ύψος 1,75 μ. (εικ. 4). Είναι διώροφη, με οριζόντια αυλάκωση, που εξέχει στα άκρα της κόγχης, για την υποδοχή καλυπτήριας πλάκας. Η κατώτερη κόγχη έχει επενδυθεί με παχύ στρώμα επιχρίσματος όπως και η επάνω, στο εσωτερικό της οποίας έχει λαξευθεί μικρότερη κόγχη με τοξοειδή οροφή. Η κόγχη επιστέφεται με αέτωμα και έχει πλευρικούς πεσσούς. Μεταξύ της δεύτερης και τρίτης ομάδας της 9ης συστάδας υπάρχει μεγάλο ορθογώνιο, τεχνητό σπήλαιο με άνοιγμα μήκους περίπου 3 μ., με ελαφρά θολωτή οροφή. Το δάπεδό του είναι λιθόστρωτο με επίστρωση κονιάματος και το άνοιγμά του κλείνει με τοιχίο κτισμένο με ακανόνιστους λίθους και κουρασάνι. Ακολουθούν προς τα δυτικά δυο συνεχόμενοι ορθογώνιοι χώροι με άγνωστη προς το παρόν λειτουργικότητα. Στο βόρειο τοίχωμα του ανατολικού χώρου σχηματίζεται ένα δεύτερο επίπεδο με οριζόντιο λάξευμα στον βράχο, παρόμοιο με τις άλλες συστάδες, ίσως για την εναπόθεση προσφορών στην θεά.
Την 9η συστάδα κλείνουν δυο μνημειώδεις κόγχες με ύψος που φθάνει μέχρι 1,20 μ., ανάμεσα στις οποίες έχει διαμορφωθεί πλατύς «πεσσός» (εικ. 5). Η μία απ’ αυτές είναι αετωματική με πεσσοειδή πλαίσια και καταχωμένη μέχρι το μισό περίπου του ύψους της. Εμπρός και δυτικά της είχαν εντοπισθεί το 1975 τρεις λιθόπλινθοι (βάθρα), από τις οποίες μία με περιτένεια. Εμπρός από τα βάθρα σχηματίζεται πλατύς αναβαθμός, η λαξευμένη με επιμέλεια κατατομή του οποίου του δίνει την μορφή κανονικής λιθοπλίνθου. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι διαστάσεις των δυο κογχών είναι μοναδικές τόσο στο βόρειο όσο και στο δυτικό ιερό, που θα δούμε αμέσως μετά, αν ληφθεί υπ’ όψη ότι όλες οι κόγχες που ερευνήθηκαν μέχρι στιγμής είναι κατά πολύ μικρότερες, σε μερικές δε δεν χωρούσε τίποτε μεγαλύτερο από ένα μικρό ειδώλιο της θεάς. Η εξαίρεση ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι οι δυο κόγχες βρίσκονταν πολύ κοντά στο νότιο στόμιο του Ευπαλινείου ορύγματος, το οποίο έφερνε το πολύτιμο για την πόλη νερό, και από το σημείο αυτό ξεκινούσε ο μεγάλος εξωτερικός αγωγός, ο οποίος διοχέτευε το νερό σε κρήνες κατά μήκος της πλαγιάς του βουνού. Δυο ακόμα μεγάλες κόγχες, αμελούς κατασκευής, υπάρχουν αμέσως ανατολικά και βόρεια από το στόμιο. Το δάπεδο της μιάς αποτελεί λιθόπλινθος (εικ. 6), κάτω από την οποία διακρίνεται κενό, που σημαίνει πιθανώς ότι η κόγχη ήταν διώροφη και το κάτω τμήμα της είναι σήμερα επιχωμένο.
Το Δυτικό ιερό
Εντελώς διαφορετικό ως προς την δομή αλλά και την μορφή των κογχών παρουσιάζεται το δυτικό ιερό (εικ. 7), που βρίσκεται σε απόσταση 40 μ. περίπου ανατολικά από το δυτικό σκέλος του τείχους και καταλαμβάνει όλη την έκταση ενός χαμηλού λόφου ανάμεσα στο χαμηλότερο Αρτεμίσιο, που βρίσκεται στα Ν.Δ. του ιερού της Κυβέλης, και το ψηλότερα βρισκόμενο Θεσμοφόριο προς Β. του (σχέδ. 1). Εδώ οι κόγχες αποτελούν μικρές συστάδες παραταγμένες κατά διαστήματα σε όλα τα επίπεδα του λόφου, ο οποίος είναι οπωσδήποτε ομαλότερος από την απότομη πλαγιά του ψηλότερου βουνού της Αμπέλου, όπου εξαπλώνεται το βόρειο ιερό. Οι κόγχες είναι στην πλειοψηφία τους προσανατολισμένες νότια, νοτιοδυτικά και νοτιοανατολικά και μία προς Β. (η μόνη στο σύνολο των ιερών). Σε όλο τον λόφο βρέθηκαν κλίμακες που εξασφαλίζουν την πρόσβαση μεταξύ των διαφόρων επιπέδων, ενώ όλη η περιοχή του ιερού βρίθει από λαξεύματα και εντορμίες για την υποδοχή πλίνθων, αγαλμάτων, αναθηματικών βάθρων και πιθανώς ξύλινων κιόνων.
Οι συστάδες αποτελούνται, όπως είπαμε, από μικρό αριθμό κογχών (εικ. 8) και φαίνεται ότι οι περισσότερες ήταν στεγασμένες, όπως δείχνουν οι κυκλικοί και τετράγωνοι τόρμοι που υπάρχουν στα πλάγια και εμπρός τους, για την υποδοχή ξύλινων κιόνων, αλλά και οι επιχρωματισμένες κεραμίδες στέγης, που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα στον χώρο. Εμπρός στις περισσότερες συστάδες σχηματίζεται συνήθως εξέδρα, στην οποία οδηγεί λαξευμένος στον βράχο αναβαθμός (εικ. 9). Οι κόγχες στην πλειονότητά τους είναι ναόσχημες, με αέτωμα και πλευρικούς πεσσούς (εικ. 10) και ορισμένες έχουν μεγάλο σε σχέση με τις διαστάσεις τους βάθος, χαρακτηριστικό που δεν παρατηρείται στις αντίστοιχες του βόρειου ιερού (εικ. 11). Σ’ όλες τις συστάδες είναι παραταγμένες στο ίδιο ύψος και μόνον σε μία, μέχρι στιγμής, ανακαλύφθηκαν κόγχες σε δυο επίπεδα (εικ. 12). Ορισμένες φαίνονται ιδιαίτερα μικρές για να υποδεχθούν ανάγλυφο, οπότε πρέπει να υποθέσουμε ότι προορίζονταν για την τοποθέτηση μικρών πήλινων ειδωλίων ή ακόμα αναθηματικών επιγραφών. Οι πρώτοι καθαρισμοί σε ορισμένες συστάδες έφεραν στο φως πολυάριθμα ειδώλια της θεάς, που ανήκουν σε διάφορους τύπους γνωστούς στην εικονογραφία της.
Ο θρόνος της θεάς
Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία του ιερού ανακαλύφθηκε στο ψηλότερο σημείο του λόφου, σε θέση περίοπτη, προς την οποία φυσικώ τώ λόγω ελκόταν η προσοχή του προσκυνητή. Ο βράχος έχει λαξευθεί σε σχήμα μεγάλου καθίσματος (εικ.13), με πλάτη που καταλήγει σε ημικυκλική απόληξη, και τρεις ψηλούς και πλατείς αναβαθμούς, οι οποίοι είναι φανερό ότι δεν ανήκουν σε κλίμακα. Στο ανατολικό τμήμα του βράχινου όγκου υπάρχουν δυο κόγχες και μία εντορμία, για την υποδοχή πιθανότατα βωμού για την τέλεση θυσιών ή την εναπόθεση προσφορών στην θεά. Ανακαλώντας παρόμοιες κατασκευές από ιερά της Μητέρας- θεάς στην απέναντι μικρασιατική ακτή, θα λέγαμε ότι και εδώ πρόκειται για ένα μνημειώδη «θρόνο» της θεάς, ανάλογο με αυτούς που βρέθηκαν π.χ. στην λεγόμενη «πόλη του Μίδα» και στο Kalehisar. Δυο παρόμοιοι, πολύ μικρότεροι βραχώδεις «θρόνοι» εντοπίσθηκαν σε δυο ακόμα σημεία στον λόφο του ιερού. Η παρουσία αυτού του τύπου των μνημείων στο σάμιο ιερό της Μητέρας θεάς αποτελεί απ’ ευθείας εισαγωγή από την γειτονική Μικρά Ασία, κυρίως από την Φρυγία, όπου υπάρχουν ήδη από τον 7ο αι. π.Χ. Ο «θρόνος» υπονοεί στην προκειμένη περίπτωση την παρουσία της ίδιας της θεάς, την οποία ο πιστός οραματίζεται ένθρονη, ενώ είναι πιθανό κατά την διάρκεια των λατρευτικών τελετών να προσαρμοζόταν στον θρόνο ένα φορητό άγαλμα, το οποίο θα συνέβαλε στην οπτική υλοποίηση του οράματος των πιστών.
Την υπόθεση για την εξαιρετική σημασία του βραχώδους μνημείου στην όλη δομή του δυτικού ιερού ενισχύει, νομίζουμε, μνημειώδης κλίμακα που βρέθηκε σε απόσταση 12 μ. περίπου ανατολικά από τον «θρόνο» και φαίνεται ότι οδηγούσε στο επίπεδο όπου βρισκόταν. Εκτός από το εντυπωσιακά μεγάλο πλάτος της, στην βόρεια πλευρά της υπάρχει προσκολλημένη μικρότερη κλίμακα με ψηλότερους αναβαθμούς σε αναλογία, όπως φαίνεται, ένα προς δυο της μεγάλης κλίμακας (εικ. 14). Η σκάλα οδηγούσε σε λαξευμένο πλάτωμα με πλαίσιο (εξέδρα) όπου διακρίνονται τετράπλευρα σκαλίσματα για την υποδοχή βωμών ή βάθρων. Τρεις κόγχες είναι λαξευμένες στην νότια παρειά της σκάλας και εμπρός της ο βράχος έχει λειανθεί προσεκτικά σχηματίζοντας μεγάλη επίπεδη «πλατεία» (εικ. 15), προς την οποία οδηγούν δυο μικρότερες κλίμακες στην ανατολική πλευρά της. Κοιλώματα που έχουν λαξευθεί προσεκτικά στην βόρεια και νότια πλευρά της «πλατείας» φαίνεται ότι συνέλεγαν το νερό, που πρέπει να έτρεχε από τις φυσικές σχισμές των βράχων και που ίσως χρησιμοποιόταν για τους ιερούς καθαρμούς. Η πρόσφατη αποκάλυψη αρχαϊκού τοιχίου στο ανατολικό μέρος της «πλατείας» επιβεβαίωσε τις αρχικές μας υποθέσεις, ότι το δυτικό ιερό πρέπει να ήταν και το αρχαιότερο, ήδη από την αρχαϊκή εποχή, το οποίο αργότερα επεκτάθηκε βόρεια, σ’ όλη την πλαγιά του βουνού6.
Το σημαντικό αυτό σύνολο συμπληρώνουν δυο ακόμα συστάδες κογχών προς Β. της μεγάλης κλίμακας, σε μία από τις οποίες σώζεται το διαβρωμένο ανάγλυφο της καθιστής θεάς (εικ. 16), το μοναδικό που βρέθηκε σε όλο το δυτικό ιερό, ενώ επάνω από την βορειότερη συστάδα σχηματίζεται ένα ακόμη πλάτωμα (εξέδρα) με πλαίσιο και μεγάλο ορθογώνιο λάξευμα για την υποδοχή πλίνθου, αγάλματος ή βωμού.
Συμπεράσματα
Ολοκληρώνοντας την περιγραφή των σαμιακών υπαίθριων ιερών της Μητέρας θεάς, η μελέτη των οποίων -θα πρέπει να σημειώσουμε- βρίσκεται ακόμα σε πρώιμο στάδιο, αξίζει να σταθούμε σε ορισμένα βασικά συμπεράσματα, ενδεικτικά ως προς την σημασία τους για την μελέτη της αρχαίας Σάμου. Η ίδια η έκτασή τους, μοναδική μέχρι στιγμής για ιερά αυτού του είδους στον ελλαδικό χώρο, τεκμηριώνει για πρώτη φορά την εξέχουσα σημασία της λατρείας της Κυβέλης στην πόλη της Σάμου7. Είναι γνωστό ότι οι πρώτοι ιεροί χώροι της θεάς στην Φρυγία, των αρχών του 7ου π.Χ. αι., κυρίως μεμονωμένες βραχώδεις προσόψεις και βαθμιδωτά μνημεία ή θρόνοι, βρίσκονταν συνήθως σε ορεινές, απομακρυσμένες περιοχές. Η θεά κατοικούσε στα όρη και ο πιστός την επισκεπτόταν στον φυσικό της χώρο. Τα ιερά των μεταγενέστερων εποχών, όπως στην Φώκαια, την Έφεσο και την Σάμο εντυπωσιάζουν με την μεγάλη έκτασή τους και βρίσκονται είτε εκτός των τειχών της πόλης, είτε εντός (όπως εν μέρει στην περίπτωση της Φώκαιας) αλλά έξω από τον οικιστικό ιστό, όπως στην Σάμο. Ωστόσο, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι όσον αφορά στην Σάμο, οι παλαιότερες της αρχαϊκής εποχές είναι ελάχιστα ή καθόλου μελετημένες και θα είχε ενδιαφέρον να ερευνηθεί μελλοντικά η σχέση π.χ. του αρχαιότερου ιερού με το προ του αρχαϊκού τείχισμα της πόλης, αν αποδειχθεί ότι αυτό υπήρχε. Πρόβλημα ακόμη ίσως να αποτελεί και το γεγονός ότι μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να υπήρχε παρόμοιο ιερό στην ανατολική πλευρά της πόλης, την πλησιέστερη προς την μικρασιατική ακτή, απ’ όπου η λατρεία της θεάς πέρασε, όπως είπαμε, στην Ελλάδα, με την εξαίρεση δυο μεμονωμένων κογχών έξω από το ανατολικό σκέλος του τείχους. Στην περίπτωση που οι μελλοντικές έρευνες θα αποκαλύψουν περισσότερα στοιχεία στην περιοχή, καταδεικνύεται ότι τα ιερά ήταν έτσι διατεταγμένα που θα προστάτευαν την πόλη από τις τρεις ηπειρωτικές πλευρές (δυτική, βόρεια και ανατολική), ενώ η τέταρτη βρέχεται από την θάλασσα.
Η χρονολόγηση των ιερών παραμένει επίσης προβληματική, γιατί, όπως είναι γνωστό, δεν μπορούμε να βασιστούμε στην τυπολογία των κογχών, η οποία δεν χαρακτηρίζει με βεβαιότητα μια ορισμένη χρονολογική περίοδο, αλλά ούτε και στα στυλιστικά χαρακτηριστικά των ελάχιστων σωζόμενων λαξευμένων στις κόγχες αναγλύφων, πολύ φθαρμένων από την μακρόχρονη έκθεσή τους στις καιρικές συνθήκες.
Τα κινητά ανάγλυφα που έχουν μελετηθεί, λίγα σε αριθμό σε σχέση με την έκταση των ιερών, ανήκουν ένα στην υστεροαρχαϊκή (βλ. σημ. 5), όπως αναφέραμε παραπάνω, περίοδο και τα υπόλοιπα στους ελληνιστικούς χρόνους[1]8, αλλά πάντως η ακριβής τους προέλευση παραμένει άγνωστη. Ωστόσο τα πρώτα ευρήματα και οι συγκριτικές μελέτες στο δυτικό ιερό, του οποίου όμως μόλις άρχισε η ανασκαφή, μας επιτρέπουν την υπόθεση ότι πρόκειται για το αρχαιότερο από τα ιερά, το οποίο με την πάροδο των αιώνων επεκτάθηκε στις βόρειες παρυφές της πόλης. Αν το σύνολο των ιερών ήταν αφιερωμένο στην Μητέρα θεά δεν είναι ακόμα απόλυτα τεκμηριωμένο, η θέση όμως του δυτικού ιερού είναι ιδανικά επιλεγμένη, μεταξύ του Αρτεμισίου προς Ν. και του Θεσμοφορίου προς Β. του, αφού είναι γνωστό ότι οι λατρείες των τριών αυτών γυναικείων θεοτήτων είναι σχετικές μεταξύ τους. Θα πρέπει ακόμα να έχουμε κατά νου ότι η αρχαία Σάμος είναι Ιωνία και είναι πολλές οι ιωνικές πόλεις στην απέναντι μικρασιατική ακτή που αφιέρωσαν εκτεταμένα υπαίθρια ιερά στην προστάτιδα Μητέρα-θεά Κυβέλη.
Οι προβληματισμοί αυτοί θέτουν οπωσδήποτε ερωτήματα που παραμένουν προς το παρόν ανοικτά, στα οποία όμως ελπίζουμε ότι θα δώσει απαντήσεις η ολοκλήρωση της μελέτης των ιερών, ώστε να έχουμε ακριβέστερη εικόνα της τοπογραφίας της αρχαίας πόλης της Σάμου.
Παρατήρηση: Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος Νο 12 (Αύγουστος – Νοέμβριος 2003) του περιοδικού ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ. Σημειώσεις:1. Βλ. K. Tsakos, Stadt und Nekropolen: Samos in der archaischen Epoche (6 Jh.), στό Samos – Die Kasseler Grabung 1894 (Kassel 1996), σ.123-131.2. Βλ. Gr. Shipley, A history of Samos (1987), σ. 113 κ.ε.3. Βλ. «Πεμπτουσία», τ. 1, σ. 68-77.4. Η πρώτη παρουσίαση του συνόλου των ιερών, όπως αυτά συμπληρώθηκαν με τις πρόσφατες έρευνες, έγινε από την υπογράφουσα το 2001 σε ανακοίνωση κατά την διάρκεια συνεδρίου στην Λυών (Γαλλία), βλ. V. Yannouli, Les sanctuaries de Cybèle à Samos, Πρακτικά Συνεδρίου Les cultes locaux dans les mondes grec et romain» (Lyon, Ιούνιος 2001), υπό εκτύπωση. 5. Για τις απεικονίσεις της Κυβέλης σε ανάγλυφα, βλ. E. Vikela, Bemerkungen zur Ikonographie und Bildtypologie der Meter-Kybelereliefs: Abstammung und Eigenständigkeit, AM 116, 2001, σ. 67-123. 6. Μέχρι προ τινος οι γνώμες των λίγων μελετητών που αναφέρθηκαν στα σάμια ιερά της Κυβέλης συνέκλιναν σε μία χρονολόγηση των ιερών το ανώτερο στα κλασικά χρόνια (βλ. f. Naumann, Die Ikonographie der Kybele in der phrygischen und der griechischen Kunst, MDAI (I), Beiheft 28 (1983), σ. 217), αν και υπάρχει ένα ανάγλυφο της θεάς που χρονολογείται στην ύστερη αρχαϊκή περίοδο (βλ. B. freyer-Schauenburg, Bildwerke der archaischen Zeit und des strengen Stils, SAMOS XI (1974), αρ. 87, πίν. 73). Μετά τα πρόσφατα ευρήματα είναι φανερό πλέον ότι το σαμιακό ιερό ιδρύθηκε κατά τα πρότυπα των αντίστοιχων του 6ου αι. που αφθονούν στην Μικρά Ασία, απ’ όπου εκείνη ακριβώς την περίοδο η λατρεία της θεάς περνάει στον ελλαδικό χώρο. 7. Αντίθετα, στην γειτονική Ιωνία μεγάλης έκτασης υπαίθρια ιερά της Μητέρας θεάς υπάρχουν πολλά, ενδεικτικά ας αναφερθεί η περίπτωση της Φώκαιας, τα αντίστοιχα ιερά της οποίας παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες με τα σαμιακά, δύο δε απ’ αυτά βρίσκονται, όπως και στην Σάμο, εντός των τειχών της πόλης, βλ. O. Özyigit – A. Erdogan, Les sanctuaires de Phocée à la lumière des dernières fouilles. In: Les cultes des cités phocéennes. Actes du colloque international organisé par le Centre Camille-Jullian (Aix-en-Provence/Marseille, 1999), σ. 17-23.8. R. Horn, Hellenistische Bildwerke auf Samos, Samos XII (1972), nr. 84, 84a-f, 174a-d, Beil. 12, 26, pl. 59.
http://www.pemptousia.gr
Η τελευταία μεγάλη πυρκαγιά, που έπληξε το νησί τον Ιούλιο του 2000 αποψίλωσε εντελώς τον χαμηλό λόφο επάνω από το Αρτεμίσιο, με αποτέλεσμα να έλθει στο φως ένα ακόμη εντυπωσιακό ως προς την δομή του υπαίθριο ιερό.
Ναΐσκος Κυβέλης, 4ου αι. π.Χ. από την εννεάκρουνο της Αθήνας (0,45 Χ 0,27 μ.), Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Είναι γνωστό ότι οι ανασκαφές, που διεξάγει εδώ και πάνω από 35 χρόνια η Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία στην περιοχή της κάτω πόλης της αρχαίας Σάμου (η έκταση της οποίας συμπίπτει περίπου με την έκταση που καταλαμβάνει ο σύγχρονος οικισμός του Πυθαγορείου), σωστικές στην πλειοψηφία τους λόγω της ραγδαίας τουριστικής ανάπτυξης, έχουν φέρει στο φως το μεγαλύτερο μέρος του οικιστικού ιστού της, την Αγορά, δημόσια κτίρια και ιερά και μεγάλο μέρος του οδικού της δικτύου.
Οι ανασκαφές στο Πυθαγόρειο
Σχετικά πρόσφατα άρχισαν συστηματικές έρευνες στην περιοχή της άνω πόλης, για την οποία μέχρι τότε οι γνώσεις μας ήταν πολύ περιορισμένες, βασισμένες κυρίως στην περιγραφή του Στράβωνα, ο οποίος σαφώς διακρίνει το επίπεδο μέρος της πόλης (κάτω πόλη) και το τμήμα της εκείνο που «σκαρφαλώνει στην πλαγιά του βουνού (της Αμπέλου) που υψώνεται από πάνω της». Όμως οι κατά καιρούς επιφανειακές έρευνες και τα ορατά αρχιτεκτονικά λείψανα ενίσχυαν την υπόθεση ότι εκεί απλωνόταν μια από τις σημαντικότερες συνοικίες της αρχαίας Σάμου, με πολυτελείς κατοικίες και δημόσια κτίρια, λόγω της προνομιακής θέσης της και της πανοραμικής θέας σε όλη την ΝΑ. ακτή του νησιού, το Ηραίο και την Μυκάλη, με εποπτεία των θαλάσσιων δρόμων που συνδέουν τα Δωδεκάνησα και όλη την ΝΑ. Μεσόγειο με τις ακτές της Μικράς Ασίας και τα νησιά του Β.Α. Αιγαίου. Στην ίδια περιοχή οι σύγχρονοι ερευνητές τείνουν να αναγνωρίσουν την τοποθεσία της ακρόπολης της αρχαίας Σάμου, υπόθεση που ενισχύεται με τα πρόσφατα ευρήματα στην περιοχή.
Με τις έρευνες αυτές τεκμηριώνεται και ουσιαστικά η μεγάλη έκταση της πόλης που έφθανε το 1 τ. χλμ περίπου, αν συνυπολογισθεί η έκταση στην κορυφή του βουνού Αμπελος, που είχε αφεθεί αδόμητη για λόγους ασφαλείας μέχρι το βόρειο σκέλος του τείχους, το οποίο είχε περίμετρο 6 χλμ.
Εκτός από την αναμφίβολα δεσπόζουσα λατρεία της Ήρας, το ιερό της οποίας ήταν από τα σημαντικότερα και πλέον ονομαστά στην μεσογειακή λεκάνη και σαφώς εξαρτιόταν από την πόλη, οι ανασκαφές στο Πυθαγόρειο έφεραν στο φως και άλλα σημαντικά ιερά και ναούς1. Τέσσερις τουλάχιστον ναοί βρέθηκαν, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο, στην περιοχή της αρχαίας αγοράς ή κοντά σ’ αυτήν, και πάντως εκατέρωθεν της Ιεράς Οδού, που οδηγούσε από την πόλη στο Ηραίο. Δυο απ’ αυτούς παραμένουν αταύτιστοι, ο τρίτος προς Β. της Ιεράς Οδού έχει ταυτιστεί με τον ναό του Διονύσου και ένας τέταρτος, στην περιοχή της Αγοράς, με τον ναό της Αφροδίτης. Πιθανή θεωρείται η ύπαρξη ενός ακόμη ιερού στις δυτικές παρυφές του λόφου του Κάστρου, προς Ν. της αρχαίας αγοράς, ενώ με δημόσιο οικοδόμημα -πιθανότατα ναϊσκό- ταυτίζεται ένα από τα σημαντικά κτίρια της αρχαϊκής Σάμου, το οποίο αποκαλύφθηκε στην Ν.Α. περιοχή της πόλης, προς το λιμάνι, σχετικά απομακρυσμένο από τα υπόλοιπα ιερά.
Μια επιγραφή που βρέθηκε δυτικά, έξω από την πόλη, τεκμηριώνει την ύπαρξη ενός ακόμη ιερού της Αθηνάς -προστάτιδας θεάς των Αθηνών- που ιδρύθηκε προφανώς από τους Αθηναίους κληρούχους, ίσως κατά την περίοδο της πρώτης αθηναϊκής κληρουχίας του 441/440 π.Χ.2. Είναι πιθανόν ο ναός να βρισκόταν στην μεγάλη πεδιάδα της Χώρας, δυτικά από το Προάστειο της πόλης, που αναφέρεται στον Ηρόδοτο, όπου έχουν εντοπισθεί πολλές αγροτικές επαύλεις σε διάφορα σημεία, οι οποίες χρονολογικά συμπίπτουν με την περίοδο της αθηναϊκής κληρουχίας.
Το 1979 ανακαλύφθηκε εξ άλλου, αμέσως έξω από το δυτικό σκέλος του τείχους, το γνωστό από την διήγηση του Ηροδότου ιερό της Αρτέμιδος, το οποίο ο ανασκαφέας χρονολογεί στους προπολυκράτειους χρόνους (σχέδ. 1). Με το ιερό αυτό συμπληρώνεται η περιορισμένη οπωσδήποτε εικόνα που έχουμε για τα ιερά της κάτω πόλης και που ελπίζουμε να ολοκληρωθεί με συμπληρωματικές έρευνες στο μέλλον. Ένα από τα σημαντικά στοιχεία που ήλθαν στο φως κατά την ανασκαφή του Αρτεμισίου, είναι η ανακάλυψη πλακόστρωτης οδού, η οποία οδηγούσε στις Ν.Δ. παρυφές της άνω πόλης και στα ιερά που υπάρχουν στην ίδια με το Αρτεμίσιο περιοχή, αμέσως προς Β. του.
Τοπογραφικό των ανασκαφών των ιερών της θεάς Κυβέλης στη Σάμο.
Θα πρέπει εξ αρχής να διευκρινισθεί ότι η περιοχή όπου αναπτυσσόταν στην αρχαιότητα η άνω πόλη της αρχαίας Σάμου, προς Β. του σημερινού οικισμού, παραμένει άσκαφτη στο μεγαλύτερο μέρος της, επειδή εντάσσεται σε αδόμητη ζώνη προστασίας και ως εκ τούτου δεν υπήρχε ανάγκη να γίνουν σωστικές ανασκαφές. Από τα ιερά, που ασφαλώς υπήρχαν στην περιοχή της, δυο είναι μέχρι στιγμής γνωστά, ενώ πρόσφατα ευρήματα συνηγορούν για την πιθανότητα ύπαρξης και άλλων, όπως είναι φυσικά αναμενόμενο.
Ένα απ’ αυτά θα πρέπει να αναζητηθεί στην θέση του μεγάλου κτιριακού συγκροτήματος «ανακτορικού» τύπου (σχέδ. 1, αρ. 8), το οποίο δεσπόζει στο μέσον περίπου της άνω πόλης3, όπου αποκαλύφθηκε τετράπλευρη κατασκευή, με χαμηλό λίθινο πλαίσιο και δάπεδο στρωμένο με ακανόνιστα πελεκημένες λίθινες πλάκες. Η κατασκευή, αν και μικρότερη σε μέγεθος, παραπέμπει αμέσως στα γνωστά και συνήθη αναθηματικά βάθρα της αρχαϊκής περιόδου, που αφθονούν στο Ηραίο της Σάμου. Είναι προφανές ότι το θεμέλιο αυτό, σε σχέση μάλιστα με τα υπόλοιπα αρχαϊκά λείψανα που βρέθηκαν στον χώρο, αφήνει ανοικτή την πιθανότητα εντοπισμού ενός ακόμη ιερού ή κάποιου σημαντικού δημόσιου οικοδομήματος των αρχαϊκών χρόνων στην άνω πόλη.
Στο δυτικό άκρο της άνω πόλης, γνωστό είναι το Θεσμοφόριο των κλασικών χρόνων (ιερό της Δήμητρας και της Κόρης), που ανακαλύφθηκε το 1976 σε μικρή απόσταση ανατολικά από το δυτικό σκέλος του τείχους (σχέδ. 1). Μολονότι δεν έχει ακόμα μελετηθεί, η ταύτισή του θεωρείται βέβαιη, εκτός των άλλων και από τα πολυάριθμα ειδώλια του τύπου των «υδριαφόρων», που κατέχουν σημαντικό μέρος των πλούσιων αφιερωμάτων του ιερού.
Τα υπαίθρια ιερά της Μητέρας-θεάς Κυβέλης
Ήδη από τέλη του 19ου αι., ήταν γνωστό ότι οι δυτικές και βόρειες παρυφές της άνω πόλης της αρχαίας Σάμου ορίζονταν κατά μεγάλο μέρος τους από συστάδες κογχών λαξευμένες στο φυσικό βραχισμό, οι οποίες ταυτίστηκαν ορθά ως υπαίθρια ιερά, αφιερωμένα στην Μητέρα-θεά Κυβέλη. Αναφορά σ’ αυτά γίνεται για πρώτη φορά το 1898 από τον J. Böhlau, ανασκαφέα της εκτεταμένης δυτικής νεκρόπολης. Μόλις το 1975 όμως έγινε από τον R. felsch μια πρώτη προσπάθεια καταγραφής, σχεδίασης και φωτογράφισης αρκετά μεγάλου αριθμού κογχών κυρίως στα βόρεια ιερά, όσο μπορούσε να επιτρέψει η πυκνή φυσική βλάστηση που καλύπτει το βουνό και κάνει δυσχερή ακόμα και σήμερα την έρευνα4.
Τα όρια μεταξύ του πολεοδομικού ιστού και της περιοχής των ιερών καθορίζει μέχρι και σήμερα ο επαρχιακός δρόμος, που οδηγεί από το Πυθαγόρειο στο Ευπαλίνειο, ακολουθώντας ασφαλώς την πορεία κάποιου αρχαίου προδρόμου του, ο οποίος εκμεταλλεύθηκε σωστά τον σαφή διαχωρισμό μεταξύ του βόρειου απότομου, πρανούς από γκρίζο σκληρό ασβεστόλιθο και του νότιου, που σχηματίσθηκε κυρίως από κατολισθήσεις λατύπης και οστράκων επάνω στο φυσικό μαλακό κοκκινόβραχο – διαχωρισμό που παρατηρείται σε όλο, σχεδόν, τον κατά μήκος άξονα της πλαγιάς του βουνού. Ακόμη περισσότερο, θα πρέπει εδώ να αναζητηθεί το βόρειο όριο της κατοικημένης περιοχής της αρχαίας πόλης, σχεδόν αμέσως μετά από το οποίο αρχίζει ο σκληρός βραχισμός με τα ιερά της Κυβέλης.
Περισσότερο γνωστές στους προηγούμενους ερευνητές φαίνεται να ήταν οι δυο μεγάλες ομάδες συστάδων κατά μήκος του οριζόντιου άξονα του βουνού της Σπηλιανής, ενώ από την τρίτη ομάδα (δυτικό ιερό), αμέσως εσωτερικά από το δυτικό σκέλος του τείχους της πόλης, μόνο σποραδικές κόγχες και λαξεύματα είχαν εντοπισθεί, τόσο από εκείνους όσο και από την υπογράφουσα κατά την προσπάθεια εντοπισμού τους, με σκοπό την ένταξη των ιερών στο τοπογραφικό της αρχαίας Σάμου. Όμως, η τελευταία μεγάλη πυρκαγιά, που έπληξε το νησί τον Ιούλιο του 2000, αποψίλωσε εντελώς τον χαμηλό λόφο επάνω από το Αρτεμίσιο, με αποτέλεσμα να έλθει στο φως ένα ακόμη εντυπωσιακό ως προς την δομή του υπαίθριο ιερό.
Η πρόσβαση στα ιερά φαίνεται ότι γινόταν από δρόμους και μονοπάτια, δυο από τους οποίους εντοπίσαμε: τον ένα στο ιερό της Αρτέμιδος, όπως είπαμε παραπάνω, και έναν ακόμα στην περιοχή της αρχαίας αγοράς, ο οποίος ξεκινούσε από τον δεύτερο κύριο οδικό άξονα της αρχαίας πόλης, που οδηγούσε στο ανατολικό τμήμα του νησιού και τον ναό του Ποσειδώνα κοντά στον πορθμό της Μυκάλης. Η ανοδική πορεία συνεχιζόταν με σκαλοπάτια λαξευμένα στο απότομο πρανές, όπως επίσης κλίμακες συνέδεαν μεταξύ τους τα διάφορα επίπεδα των ιερών.
Με εξαίρεση δυο κόγχες που εντοπίσθηκαν το 1967 έξω από το ανατολικό σκέλος του τείχους, κοντά στην πύλη Ε, και παραμένουν οι μοναδικές μέχρι στιγμής γνωστές στην ανατολική περιοχή της πόλης, τα ιερά αρχίζουν σε απόσταση περίπου 150 μ. δυτικά από το ανατολικό τείχος, αναζητώντας συνήθως μια ενιαία επιφάνεια του βράχου -σαν παραπέτασμα, όπως συμβαίνει με τις τέσσερις πρώτες συστάδες που βρίσκονται στην ίδια υψομετρική γραμμή. Όταν αυτή η ενιαία επιφάνεια παύει να υπάρχει, αναζητείται μια παρόμοια στο αμέσως επόμενο επίπεδο, όπως συμβαίνει από την 5η συστάδα και μέχρι την περιοχή του θεάτρου. Μεμονωμένες κόγχες πάντως ή και ολιγάριθμες ομάδες κογχών βρέθηκαν επίσης βόρεια και νότια σε όλο το μήκος της κύριας γραμμής των ιερών. Σε πολλές περιπτώσεις, εμπρός από τις συστάδες είχε διαμορφωθεί στενή εξέδρα, στην οποία οδηγούσαν λίγες βαθμίδες. Για λόγους που υπαγορεύονται καθαρά από την μορφολογία του εδάφους, οι ομάδες των συστάδων του βόρειου ιερού χωρίστηκαν σε Β.Α. και Β.Δ. ιερό, με διαχωριστικό σημείο την περιοχή του αρχαίου θεάτρου, όπου η διάνοιξη της σύγχρονης επαρχιακής οδού Πυθαγορείου-Σπηλιανής θα πρέπει να κατέστρεψε την αδιάσπαστη συνοχή της γραμμής των συστάδων, που σίγουρα υφίστατο κατά την αρχαιότητα (σχέδ. 1).
Το Β.Α. ιερό
Η πρόσβαση στο Β.Α. ιερό γινόταν βόρεια από το μεγάλο κτιριακό συγκρότημα (βλ. παραπάνω) με πλατείς αναβαθμούς λαξευμένους στον βράχο, που οδηγούν σε μεγάλο πλάτωμα με δυο ιερά σπήλαια. Επάνω από το πλάτωμα αρχίζει η πρώτη συστάδα, που αποτελείται από οκτώ κόγχες, τετράπλευρες ή ορθογώνιες, σε μια από τις οποίες, την μόνη αετωματική, σώζεται το αποτύπωμα του ανάγλυφου που την κοσμούσε. Η 2η συστάδα αποτελείται από πέντε κόγχες, από τις οποίες οι τρεις αετωματικές και μία διπλή. Εντυπωσιακότερη είναι η 3η συστάδα με δώδεκα κόγχες, από τις οποίες μία μόνον αετωματική (εικ. 1). Στο δυτικό άκρο της σχηματίζεται ο πρώτος από τους λαξευτούς ορθογώνιους χώρους, που αφθονούν και στα τρία ιερά, όπως θα δούμε, με άγνωστη προς το παρόν λειτουργικότητα αλλά εντυπωσιακές διαστάσεις. Ορθογώνια λαξεύματα εξάλλου, που δεν ανήκουν σε κόγχες και βρίσκονται σε αρκετό ύψος από το έδαφος, συναντάμε σε αρκετές από τις συστάδες και φαίνεται ότι μάλλον χρησίμευαν για την εναπόθεση αφιερωμάτων ή προσφορών στην θεά.
Η 4η συστάδα παρουσιάζει πιο περίπλοκη σύνθεση με οκτώ κόγχες (από τις οποίες δυο αετωματικές) και δυο φυσικά σπήλαια, που την χωρίζουν σε τρία τμήματα. Στο ένα από τα σπήλαια υπάρχει προσεκτικά λαξευμένο ορθογώνιο θρανίο, ίσως για την εναπόθεση προσφορών ή την τέλεση της λατρείας. Η δεύτερη από Α. κόγχη είναι η μοναδική μέχρι στιγμής στην οποία βρέθηκε εντορμία για την υποδοχή και στερέωση ανάγλυφου ή αγαλματιδίου της θεάς, ενώ σε μια άλλη κόγχη σώζεται ανάγλυφη παράσταση της θεάς, καθιστής με μικρό λιοντάρι στην αγκαλιά της -τύπος δημοφιλής που πρωτοεμφανίζεται στην εικονογραφία της θεάς τον 6ο π.Χ. αι.5 (εικ. 2).
Στην επόμενη συστάδα, που αποτελείται από τρεις κόγχες, από τις οποίες μία αετωματική, σώζεται σε καλή κατάσταση η παράσταση της καθήμενης σε θρόνο θεάς, πιθανώς με πόλο -τύπος γνωστός στην εικονογραφία από το τέλος του 6ου μέχρι τον 5ο αι. π. Χ. (εικ. 3). Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν δυο οριζόντιες ταινίες στα δεξιά της μορφής, οι οποίες πιστεύουμε ότι αναπαριστούν είτε τους λαξευμένους στον βράχο αναβαθμούς για την πρόσβαση στο ιερό και, κατά συνεκδοχή, το ίδιο το ιερό της θεάς, είτε ένα λαξευμένο στον βράχο «θρόνο», ο οποίος υπονοούσε την «επιφάνεια» της Μητέρας θεάς, κατά το πρότυπο των φρυγικών ιερών.
Μετά από την 5η ομάδα, η ακολουθία των συστάδων περνά στην αμέσως ψηλότερα υψομετρική γραμμή και η διαχωριστική απόσταση μεταξύ τους μεγαλώνει. Στην 6η συστάδα, που αποτελείται από τέσσερις κόγχες, από τις οποίες μία διπλή αετωματική, βρίσκεται και η μόνη προς Α. προσανατολισμένη κόγχη, σε αντίθεση με το σύνολο των κογχών των βόρειων ιερών που είναι προσανατολισμένες προς Ν.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία για την ολοκλήρωση της εικόνας του ιερού εντοπίσθηκε πρόσφατα μεταξύ της 6ης συστάδας και του αρχαίου θεάτρου, όπου βρέθηκε, λαξευμένη στον βράχο μεγάλη ορθογώνια εξέδρα με αναβαθμό, στο πρόσωπο του οποίου σώζονται ίχνη επιχρίσματος με ασβεστοκονίαμα (σχέδ. 1, αρ. 4). Στο πλάτωμα της εξέδρας υπάρχει τετράπλευρο λάξευμα για την υποδοχή της πλίνθου, αγάλματος ή βωμού. Στο βόρειο τοίχωμα του πλαισίου της εξέδρας υπάρχουν τρεις κόγχες και σε μικρή απόσταση προς Ν. της δυο ακόμα. Κόγχες καταγράφηκαν από τον felsch και στην περιοχή βόρεια από το θέατρο, αλλά δεν στάθηκε δυνατόν να τις εντοπίσουμε λόγω της βλάστησης. Αντίθετα, μετά την πυρκαγιά αποκαλύφθηκαν δυο ακόμα νέες συστάδες στο επίπεδο περίπου των ήδη γνωστών, καταδεικνύοντας έτσι ότι η συνέχεια των κογχών είναι αδιάκοπη σε όλο τον κατά μήκος άξονα του «ιερού βουνού» και έτσι η θεά προστάτευε από βορρά το σύνολο της πόλης.
Το Β.Δ. ιερό
Με μόνη διακοπή στο σημείο όπου ο σύγχρονος δρόμος που οδηγεί στο μοναστήρι της Σπηλιανής πιθανόν να κατέστρεψε και άλλες κόγχες, αρχίζει αμέσως δυτικά το Β.Δ. ιερό. Δυο συστάδες εντοπίσθηκαν μόλις πρόσφατα και δεν έχουν μελετηθεί ακόμη, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει μια μεμονωμένη κόγχη με μνημειώδεις διαστάσεις, η οποία βρέθηκε 24 μ. ψηλότερα από την υψομετρική γραμμή της 9ης συστάδας, η οποία είναι η μεγαλύτερη σε μήκος και εκτείνεται μέχρι την νότια είσοδο του Ευπαλινείου, με 24 κόγχες σε 4 ομάδες. Η μεμονωμένη μεγάλη κόγχη φέρει επίχρισμα με κονίαμα στερεωμένο σε υπόστρωμα από θραύσματα κεραμίδων και σώζει καθαρά το ίχνος από το αποκεκρουμένο ανάγλυφο.
Τα ενδιαφέροντα στοιχεία, που συγκεντρώνει η τελευταία αυτή συστάδα και θα παραθέσουμε στην συνέχεια, υπονοούν, νομίζουμε, μια ριζική αλλαγή από τον αμελέστερο και απλούστερο τρόπο κατασκευής των κογχών στο Β.Α. ιερό. Το πρώτο (ανατολικό) τμήμα της συστάδας αποτελούν έξι κόγχες από τις οποίες η μία διπλή. Για το δεύτερο, που παρουσιάζει την μεγαλύτερη συγκέντρωση με δεκατέσσερις κόγχες και μία εντορμία για την υποδοχή στήλης, έχει λαξευθεί προσεκτικά η παρειά του βράχου, ώστε να δίνει την εντύπωση τοίχου, μέρος του οποίου είναι εντελώς κάθετο και λείο. Εμπρός σε μία από τις κόγχες, ιδιαίτερα επιμελημένη και διαμορφωμένη με λίθινο πλαίσιο και αέτωμα, είχε βρεθεί από τον felsch πεσμένο το συνανήκον ανάγλυφο, του οποίου αγνοείται σήμερα η τύχη. Μπροστά στην κόγχη σώζονται λείψανα λιθόστρωτου από μικρά θραύσματα λιθόπλινθων, τοποθετημένα σε ερυθρωπό υπόστρωμα ασβεστοκονιάματος ως επίστρωση επάνω από μεγαλύτερες πλάκες. Μια άλλη κόγχη της ίδιας ομάδας παρουσιάζει την επιμελέστερη κατασκευή και μνημειώδεις διαστάσεις, με συνολικό ύψος 1,75 μ. (εικ. 4). Είναι διώροφη, με οριζόντια αυλάκωση, που εξέχει στα άκρα της κόγχης, για την υποδοχή καλυπτήριας πλάκας. Η κατώτερη κόγχη έχει επενδυθεί με παχύ στρώμα επιχρίσματος όπως και η επάνω, στο εσωτερικό της οποίας έχει λαξευθεί μικρότερη κόγχη με τοξοειδή οροφή. Η κόγχη επιστέφεται με αέτωμα και έχει πλευρικούς πεσσούς. Μεταξύ της δεύτερης και τρίτης ομάδας της 9ης συστάδας υπάρχει μεγάλο ορθογώνιο, τεχνητό σπήλαιο με άνοιγμα μήκους περίπου 3 μ., με ελαφρά θολωτή οροφή. Το δάπεδό του είναι λιθόστρωτο με επίστρωση κονιάματος και το άνοιγμά του κλείνει με τοιχίο κτισμένο με ακανόνιστους λίθους και κουρασάνι. Ακολουθούν προς τα δυτικά δυο συνεχόμενοι ορθογώνιοι χώροι με άγνωστη προς το παρόν λειτουργικότητα. Στο βόρειο τοίχωμα του ανατολικού χώρου σχηματίζεται ένα δεύτερο επίπεδο με οριζόντιο λάξευμα στον βράχο, παρόμοιο με τις άλλες συστάδες, ίσως για την εναπόθεση προσφορών στην θεά.
Την 9η συστάδα κλείνουν δυο μνημειώδεις κόγχες με ύψος που φθάνει μέχρι 1,20 μ., ανάμεσα στις οποίες έχει διαμορφωθεί πλατύς «πεσσός» (εικ. 5). Η μία απ’ αυτές είναι αετωματική με πεσσοειδή πλαίσια και καταχωμένη μέχρι το μισό περίπου του ύψους της. Εμπρός και δυτικά της είχαν εντοπισθεί το 1975 τρεις λιθόπλινθοι (βάθρα), από τις οποίες μία με περιτένεια. Εμπρός από τα βάθρα σχηματίζεται πλατύς αναβαθμός, η λαξευμένη με επιμέλεια κατατομή του οποίου του δίνει την μορφή κανονικής λιθοπλίνθου. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι διαστάσεις των δυο κογχών είναι μοναδικές τόσο στο βόρειο όσο και στο δυτικό ιερό, που θα δούμε αμέσως μετά, αν ληφθεί υπ’ όψη ότι όλες οι κόγχες που ερευνήθηκαν μέχρι στιγμής είναι κατά πολύ μικρότερες, σε μερικές δε δεν χωρούσε τίποτε μεγαλύτερο από ένα μικρό ειδώλιο της θεάς. Η εξαίρεση ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι οι δυο κόγχες βρίσκονταν πολύ κοντά στο νότιο στόμιο του Ευπαλινείου ορύγματος, το οποίο έφερνε το πολύτιμο για την πόλη νερό, και από το σημείο αυτό ξεκινούσε ο μεγάλος εξωτερικός αγωγός, ο οποίος διοχέτευε το νερό σε κρήνες κατά μήκος της πλαγιάς του βουνού. Δυο ακόμα μεγάλες κόγχες, αμελούς κατασκευής, υπάρχουν αμέσως ανατολικά και βόρεια από το στόμιο. Το δάπεδο της μιάς αποτελεί λιθόπλινθος (εικ. 6), κάτω από την οποία διακρίνεται κενό, που σημαίνει πιθανώς ότι η κόγχη ήταν διώροφη και το κάτω τμήμα της είναι σήμερα επιχωμένο.
Το Δυτικό ιερό
Εντελώς διαφορετικό ως προς την δομή αλλά και την μορφή των κογχών παρουσιάζεται το δυτικό ιερό (εικ. 7), που βρίσκεται σε απόσταση 40 μ. περίπου ανατολικά από το δυτικό σκέλος του τείχους και καταλαμβάνει όλη την έκταση ενός χαμηλού λόφου ανάμεσα στο χαμηλότερο Αρτεμίσιο, που βρίσκεται στα Ν.Δ. του ιερού της Κυβέλης, και το ψηλότερα βρισκόμενο Θεσμοφόριο προς Β. του (σχέδ. 1). Εδώ οι κόγχες αποτελούν μικρές συστάδες παραταγμένες κατά διαστήματα σε όλα τα επίπεδα του λόφου, ο οποίος είναι οπωσδήποτε ομαλότερος από την απότομη πλαγιά του ψηλότερου βουνού της Αμπέλου, όπου εξαπλώνεται το βόρειο ιερό. Οι κόγχες είναι στην πλειοψηφία τους προσανατολισμένες νότια, νοτιοδυτικά και νοτιοανατολικά και μία προς Β. (η μόνη στο σύνολο των ιερών). Σε όλο τον λόφο βρέθηκαν κλίμακες που εξασφαλίζουν την πρόσβαση μεταξύ των διαφόρων επιπέδων, ενώ όλη η περιοχή του ιερού βρίθει από λαξεύματα και εντορμίες για την υποδοχή πλίνθων, αγαλμάτων, αναθηματικών βάθρων και πιθανώς ξύλινων κιόνων.
Οι συστάδες αποτελούνται, όπως είπαμε, από μικρό αριθμό κογχών (εικ. 8) και φαίνεται ότι οι περισσότερες ήταν στεγασμένες, όπως δείχνουν οι κυκλικοί και τετράγωνοι τόρμοι που υπάρχουν στα πλάγια και εμπρός τους, για την υποδοχή ξύλινων κιόνων, αλλά και οι επιχρωματισμένες κεραμίδες στέγης, που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα στον χώρο. Εμπρός στις περισσότερες συστάδες σχηματίζεται συνήθως εξέδρα, στην οποία οδηγεί λαξευμένος στον βράχο αναβαθμός (εικ. 9). Οι κόγχες στην πλειονότητά τους είναι ναόσχημες, με αέτωμα και πλευρικούς πεσσούς (εικ. 10) και ορισμένες έχουν μεγάλο σε σχέση με τις διαστάσεις τους βάθος, χαρακτηριστικό που δεν παρατηρείται στις αντίστοιχες του βόρειου ιερού (εικ. 11). Σ’ όλες τις συστάδες είναι παραταγμένες στο ίδιο ύψος και μόνον σε μία, μέχρι στιγμής, ανακαλύφθηκαν κόγχες σε δυο επίπεδα (εικ. 12). Ορισμένες φαίνονται ιδιαίτερα μικρές για να υποδεχθούν ανάγλυφο, οπότε πρέπει να υποθέσουμε ότι προορίζονταν για την τοποθέτηση μικρών πήλινων ειδωλίων ή ακόμα αναθηματικών επιγραφών. Οι πρώτοι καθαρισμοί σε ορισμένες συστάδες έφεραν στο φως πολυάριθμα ειδώλια της θεάς, που ανήκουν σε διάφορους τύπους γνωστούς στην εικονογραφία της.
Ο θρόνος της θεάς
Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία του ιερού ανακαλύφθηκε στο ψηλότερο σημείο του λόφου, σε θέση περίοπτη, προς την οποία φυσικώ τώ λόγω ελκόταν η προσοχή του προσκυνητή. Ο βράχος έχει λαξευθεί σε σχήμα μεγάλου καθίσματος (εικ.13), με πλάτη που καταλήγει σε ημικυκλική απόληξη, και τρεις ψηλούς και πλατείς αναβαθμούς, οι οποίοι είναι φανερό ότι δεν ανήκουν σε κλίμακα. Στο ανατολικό τμήμα του βράχινου όγκου υπάρχουν δυο κόγχες και μία εντορμία, για την υποδοχή πιθανότατα βωμού για την τέλεση θυσιών ή την εναπόθεση προσφορών στην θεά. Ανακαλώντας παρόμοιες κατασκευές από ιερά της Μητέρας- θεάς στην απέναντι μικρασιατική ακτή, θα λέγαμε ότι και εδώ πρόκειται για ένα μνημειώδη «θρόνο» της θεάς, ανάλογο με αυτούς που βρέθηκαν π.χ. στην λεγόμενη «πόλη του Μίδα» και στο Kalehisar. Δυο παρόμοιοι, πολύ μικρότεροι βραχώδεις «θρόνοι» εντοπίσθηκαν σε δυο ακόμα σημεία στον λόφο του ιερού. Η παρουσία αυτού του τύπου των μνημείων στο σάμιο ιερό της Μητέρας θεάς αποτελεί απ’ ευθείας εισαγωγή από την γειτονική Μικρά Ασία, κυρίως από την Φρυγία, όπου υπάρχουν ήδη από τον 7ο αι. π.Χ. Ο «θρόνος» υπονοεί στην προκειμένη περίπτωση την παρουσία της ίδιας της θεάς, την οποία ο πιστός οραματίζεται ένθρονη, ενώ είναι πιθανό κατά την διάρκεια των λατρευτικών τελετών να προσαρμοζόταν στον θρόνο ένα φορητό άγαλμα, το οποίο θα συνέβαλε στην οπτική υλοποίηση του οράματος των πιστών.
Την υπόθεση για την εξαιρετική σημασία του βραχώδους μνημείου στην όλη δομή του δυτικού ιερού ενισχύει, νομίζουμε, μνημειώδης κλίμακα που βρέθηκε σε απόσταση 12 μ. περίπου ανατολικά από τον «θρόνο» και φαίνεται ότι οδηγούσε στο επίπεδο όπου βρισκόταν. Εκτός από το εντυπωσιακά μεγάλο πλάτος της, στην βόρεια πλευρά της υπάρχει προσκολλημένη μικρότερη κλίμακα με ψηλότερους αναβαθμούς σε αναλογία, όπως φαίνεται, ένα προς δυο της μεγάλης κλίμακας (εικ. 14). Η σκάλα οδηγούσε σε λαξευμένο πλάτωμα με πλαίσιο (εξέδρα) όπου διακρίνονται τετράπλευρα σκαλίσματα για την υποδοχή βωμών ή βάθρων. Τρεις κόγχες είναι λαξευμένες στην νότια παρειά της σκάλας και εμπρός της ο βράχος έχει λειανθεί προσεκτικά σχηματίζοντας μεγάλη επίπεδη «πλατεία» (εικ. 15), προς την οποία οδηγούν δυο μικρότερες κλίμακες στην ανατολική πλευρά της. Κοιλώματα που έχουν λαξευθεί προσεκτικά στην βόρεια και νότια πλευρά της «πλατείας» φαίνεται ότι συνέλεγαν το νερό, που πρέπει να έτρεχε από τις φυσικές σχισμές των βράχων και που ίσως χρησιμοποιόταν για τους ιερούς καθαρμούς. Η πρόσφατη αποκάλυψη αρχαϊκού τοιχίου στο ανατολικό μέρος της «πλατείας» επιβεβαίωσε τις αρχικές μας υποθέσεις, ότι το δυτικό ιερό πρέπει να ήταν και το αρχαιότερο, ήδη από την αρχαϊκή εποχή, το οποίο αργότερα επεκτάθηκε βόρεια, σ’ όλη την πλαγιά του βουνού6.
Το σημαντικό αυτό σύνολο συμπληρώνουν δυο ακόμα συστάδες κογχών προς Β. της μεγάλης κλίμακας, σε μία από τις οποίες σώζεται το διαβρωμένο ανάγλυφο της καθιστής θεάς (εικ. 16), το μοναδικό που βρέθηκε σε όλο το δυτικό ιερό, ενώ επάνω από την βορειότερη συστάδα σχηματίζεται ένα ακόμη πλάτωμα (εξέδρα) με πλαίσιο και μεγάλο ορθογώνιο λάξευμα για την υποδοχή πλίνθου, αγάλματος ή βωμού.
Συμπεράσματα
Ολοκληρώνοντας την περιγραφή των σαμιακών υπαίθριων ιερών της Μητέρας θεάς, η μελέτη των οποίων -θα πρέπει να σημειώσουμε- βρίσκεται ακόμα σε πρώιμο στάδιο, αξίζει να σταθούμε σε ορισμένα βασικά συμπεράσματα, ενδεικτικά ως προς την σημασία τους για την μελέτη της αρχαίας Σάμου. Η ίδια η έκτασή τους, μοναδική μέχρι στιγμής για ιερά αυτού του είδους στον ελλαδικό χώρο, τεκμηριώνει για πρώτη φορά την εξέχουσα σημασία της λατρείας της Κυβέλης στην πόλη της Σάμου7. Είναι γνωστό ότι οι πρώτοι ιεροί χώροι της θεάς στην Φρυγία, των αρχών του 7ου π.Χ. αι., κυρίως μεμονωμένες βραχώδεις προσόψεις και βαθμιδωτά μνημεία ή θρόνοι, βρίσκονταν συνήθως σε ορεινές, απομακρυσμένες περιοχές. Η θεά κατοικούσε στα όρη και ο πιστός την επισκεπτόταν στον φυσικό της χώρο. Τα ιερά των μεταγενέστερων εποχών, όπως στην Φώκαια, την Έφεσο και την Σάμο εντυπωσιάζουν με την μεγάλη έκτασή τους και βρίσκονται είτε εκτός των τειχών της πόλης, είτε εντός (όπως εν μέρει στην περίπτωση της Φώκαιας) αλλά έξω από τον οικιστικό ιστό, όπως στην Σάμο. Ωστόσο, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι όσον αφορά στην Σάμο, οι παλαιότερες της αρχαϊκής εποχές είναι ελάχιστα ή καθόλου μελετημένες και θα είχε ενδιαφέρον να ερευνηθεί μελλοντικά η σχέση π.χ. του αρχαιότερου ιερού με το προ του αρχαϊκού τείχισμα της πόλης, αν αποδειχθεί ότι αυτό υπήρχε. Πρόβλημα ακόμη ίσως να αποτελεί και το γεγονός ότι μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να υπήρχε παρόμοιο ιερό στην ανατολική πλευρά της πόλης, την πλησιέστερη προς την μικρασιατική ακτή, απ’ όπου η λατρεία της θεάς πέρασε, όπως είπαμε, στην Ελλάδα, με την εξαίρεση δυο μεμονωμένων κογχών έξω από το ανατολικό σκέλος του τείχους. Στην περίπτωση που οι μελλοντικές έρευνες θα αποκαλύψουν περισσότερα στοιχεία στην περιοχή, καταδεικνύεται ότι τα ιερά ήταν έτσι διατεταγμένα που θα προστάτευαν την πόλη από τις τρεις ηπειρωτικές πλευρές (δυτική, βόρεια και ανατολική), ενώ η τέταρτη βρέχεται από την θάλασσα.
Η χρονολόγηση των ιερών παραμένει επίσης προβληματική, γιατί, όπως είναι γνωστό, δεν μπορούμε να βασιστούμε στην τυπολογία των κογχών, η οποία δεν χαρακτηρίζει με βεβαιότητα μια ορισμένη χρονολογική περίοδο, αλλά ούτε και στα στυλιστικά χαρακτηριστικά των ελάχιστων σωζόμενων λαξευμένων στις κόγχες αναγλύφων, πολύ φθαρμένων από την μακρόχρονη έκθεσή τους στις καιρικές συνθήκες.
Τα κινητά ανάγλυφα που έχουν μελετηθεί, λίγα σε αριθμό σε σχέση με την έκταση των ιερών, ανήκουν ένα στην υστεροαρχαϊκή (βλ. σημ. 5), όπως αναφέραμε παραπάνω, περίοδο και τα υπόλοιπα στους ελληνιστικούς χρόνους[1]8, αλλά πάντως η ακριβής τους προέλευση παραμένει άγνωστη. Ωστόσο τα πρώτα ευρήματα και οι συγκριτικές μελέτες στο δυτικό ιερό, του οποίου όμως μόλις άρχισε η ανασκαφή, μας επιτρέπουν την υπόθεση ότι πρόκειται για το αρχαιότερο από τα ιερά, το οποίο με την πάροδο των αιώνων επεκτάθηκε στις βόρειες παρυφές της πόλης. Αν το σύνολο των ιερών ήταν αφιερωμένο στην Μητέρα θεά δεν είναι ακόμα απόλυτα τεκμηριωμένο, η θέση όμως του δυτικού ιερού είναι ιδανικά επιλεγμένη, μεταξύ του Αρτεμισίου προς Ν. και του Θεσμοφορίου προς Β. του, αφού είναι γνωστό ότι οι λατρείες των τριών αυτών γυναικείων θεοτήτων είναι σχετικές μεταξύ τους. Θα πρέπει ακόμα να έχουμε κατά νου ότι η αρχαία Σάμος είναι Ιωνία και είναι πολλές οι ιωνικές πόλεις στην απέναντι μικρασιατική ακτή που αφιέρωσαν εκτεταμένα υπαίθρια ιερά στην προστάτιδα Μητέρα-θεά Κυβέλη.
Οι προβληματισμοί αυτοί θέτουν οπωσδήποτε ερωτήματα που παραμένουν προς το παρόν ανοικτά, στα οποία όμως ελπίζουμε ότι θα δώσει απαντήσεις η ολοκλήρωση της μελέτης των ιερών, ώστε να έχουμε ακριβέστερη εικόνα της τοπογραφίας της αρχαίας πόλης της Σάμου.
Παρατήρηση: Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος Νο 12 (Αύγουστος – Νοέμβριος 2003) του περιοδικού ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ. Σημειώσεις:1. Βλ. K. Tsakos, Stadt und Nekropolen: Samos in der archaischen Epoche (6 Jh.), στό Samos – Die Kasseler Grabung 1894 (Kassel 1996), σ.123-131.2. Βλ. Gr. Shipley, A history of Samos (1987), σ. 113 κ.ε.3. Βλ. «Πεμπτουσία», τ. 1, σ. 68-77.4. Η πρώτη παρουσίαση του συνόλου των ιερών, όπως αυτά συμπληρώθηκαν με τις πρόσφατες έρευνες, έγινε από την υπογράφουσα το 2001 σε ανακοίνωση κατά την διάρκεια συνεδρίου στην Λυών (Γαλλία), βλ. V. Yannouli, Les sanctuaries de Cybèle à Samos, Πρακτικά Συνεδρίου Les cultes locaux dans les mondes grec et romain» (Lyon, Ιούνιος 2001), υπό εκτύπωση. 5. Για τις απεικονίσεις της Κυβέλης σε ανάγλυφα, βλ. E. Vikela, Bemerkungen zur Ikonographie und Bildtypologie der Meter-Kybelereliefs: Abstammung und Eigenständigkeit, AM 116, 2001, σ. 67-123. 6. Μέχρι προ τινος οι γνώμες των λίγων μελετητών που αναφέρθηκαν στα σάμια ιερά της Κυβέλης συνέκλιναν σε μία χρονολόγηση των ιερών το ανώτερο στα κλασικά χρόνια (βλ. f. Naumann, Die Ikonographie der Kybele in der phrygischen und der griechischen Kunst, MDAI (I), Beiheft 28 (1983), σ. 217), αν και υπάρχει ένα ανάγλυφο της θεάς που χρονολογείται στην ύστερη αρχαϊκή περίοδο (βλ. B. freyer-Schauenburg, Bildwerke der archaischen Zeit und des strengen Stils, SAMOS XI (1974), αρ. 87, πίν. 73). Μετά τα πρόσφατα ευρήματα είναι φανερό πλέον ότι το σαμιακό ιερό ιδρύθηκε κατά τα πρότυπα των αντίστοιχων του 6ου αι. που αφθονούν στην Μικρά Ασία, απ’ όπου εκείνη ακριβώς την περίοδο η λατρεία της θεάς περνάει στον ελλαδικό χώρο. 7. Αντίθετα, στην γειτονική Ιωνία μεγάλης έκτασης υπαίθρια ιερά της Μητέρας θεάς υπάρχουν πολλά, ενδεικτικά ας αναφερθεί η περίπτωση της Φώκαιας, τα αντίστοιχα ιερά της οποίας παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες με τα σαμιακά, δύο δε απ’ αυτά βρίσκονται, όπως και στην Σάμο, εντός των τειχών της πόλης, βλ. O. Özyigit – A. Erdogan, Les sanctuaires de Phocée à la lumière des dernières fouilles. In: Les cultes des cités phocéennes. Actes du colloque international organisé par le Centre Camille-Jullian (Aix-en-Provence/Marseille, 1999), σ. 17-23.8. R. Horn, Hellenistische Bildwerke auf Samos, Samos XII (1972), nr. 84, 84a-f, 174a-d, Beil. 12, 26, pl. 59.
http://www.pemptousia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου