Οικονομικοί αναλυτές και οικονομολόγοι, δεν θα μπορέσουν όσο κι αν ψάξουν να βρουν τη συσχέτιση της σαμιακής λέξης «σούμα» με τα σύγχρονα οικονομικά μεγέθη. Στην τοπική διάλεκτο είναι ένα έντονα μυρωδάτο και διαφανές ρακί, που βγαίνει από στέμφυλα κατά την πρώτη απόσταξη.
Κάθε χρόνο τέτοια εποχή, στα περισσότερα χωριά της Σάμου -εκεί που από την εποχή της Ηγεμονίας υπήρχαν τα «καζαναριά» καθώς η απόσταξη και η εμπορία της «σούμας» γινόταν ελεύθερα- η πατροπαράδοτη διαδικασία συνεχίζεται και παίρνει ύφος λαϊκής γιορτής ή και πανηγυριού.
Το Σάββατο 19 Σεπτέμβρη 2013, στην ορεινή και πανέμορφη «Καστανιά», στη δυτική πλευρά της Σάμου, το καζαναριό της οικογένειας Χατζηδημητρίου είχε την… τιμητική του, καθώς εκεί διοργανώθηκε το 1ο Φεστιβάλ Σούμας Σάμου.
Ο Νίκος Χατζηδημητρίου, ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα και του παππού του, μαζί με το συνεταίρο του Κώστα Σταυριανό φόρτωσαν σταφυλοτσίπουρα τα καζάνια, γέμισαν νερό την υδατοδεξαμενή, άναψαν μια καλή φωτιά και μαζί με φίλους και γνωστούς από όλη τη Σάμο, περίμεναν την πρώτη απόσταξη που έδωσε το υψηλής περιεκτικότητας σε αλκοόλη, «μπας». Με μια νεροκολοκύθα, όπως στα παλιά χρόνια, γέμισαν τα ποτήρια κι ακούστηκαν γέλια μα και ευχές για τους σύγχρονους «καζανάρηδες».
Όσο έρρεε η γλυκόπιοτη σούμα, τόσο «άναβε» το κέφι. Νέοι άνθρωποι αντάλλασσαν γέλια και πειράγματα, οι μεζέδες ήταν όλοι χειροποίητοι, κρεατικά ψήνονταν σε αυτοσχέδια ψησταριά και καταναλώνονταν με ταχύτατους ρυθμούς, η μουσική έδινε το ρυθμό μέχρι που πήραν τη σκυτάλη τα ντόπια όργανα και το γλέντι κράτησε ως το επόμενο πρωί. Ο κυρ Σταμάτης Χατζηδημητρίου, ζωσμένος με καρό κεφαλομάντηλο, γέμιζε με χαρά τα ποτήρια όλων και σε όποιον τον απέτρεπε να ξαναγεμίσει, αντέτασσε το… «πιέ γιε μ’ και μη με στενοχ’ρείς…».
Το 1ο Φεστιβάλ Σούμας Σάμου, σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Υποστηρίχθηκε από ντόπιους επιχειρηματίες, τον Ναυτικό Όμιλο Καρλοβάσου, κατοίκους της Καστανιάς και εθελοντές. Η ομάδα της τοπικής οργάνωσης «Slow Food»δικαιώνοντας την ονομασία μα και τους στόχους της, έκανε μια παρουσίαση του ιστορικού της σούμας και προσέφερε εκλεκτά χειροποίητα μεζεδάκια, όπως τηγανίτες με ντόπιο τυρί, ψητές μελιτζάνες και πιπεριές, «χαμάδες» (τις γνωστές σαμιώτικες ελιές), μανίτες (μανιτάρια άγρια), παξιμαδάκια κρίθινα, λαχανικά βιολογικά, κυδώνια ψητά, σταφίδες και καρύδια.
Τα μεζεδάκια που συνόδευαν τις παρέες στα καζαναριά εκατό και πλέον χρόνια πριν, ήταν παρόμοια. Ψητές μελιτζάνες, μανίτες, σάλιαγκες και κυδώνια, σύκα ξερά, σπασμένα αμύγδαλα και καρύδια. Η όλη διαδικασία αποτελούσε μια τελετουργία κοινωνικής επαφής και δραστηριοποίησης, ενώ καζάνια υπήρχαν στα περισσότερα χωριά. Μετά το 1912, που η Σάμος ενώθηκε με τη Ελλάδα, για τη λειτουργία των αποστακτηρίων χρειάζονταν άδεια από το χημείο, το πολύ για 48 ώρες λειτουργίας.
Η σούμα τότε δεν έβγαινε μόνο από τα στέμφυλα. Πολλοί πρόσθεταν ολόκληρα σταφύλια που ήταν άχρηστα για το κρασί, σταφίδες, ακόμα και σύκα που δεν τρώγονταν (κ’νέλες). Το ποτό που έρρεε από τον αποστακτήρα ήταν το σύνολο πολλών ειδών κι έτσι πήρε το όνομα «σούμα».
Οι παρέες πάντως, ακόμη και σήμερα, προτιμούν να κρατούν το «μπας» για εντριβές, αλλά δοκιμάζουν και δεύτερο ή και τρίτο… «αγκ’λάκ’» από τη σούμα, προτού αυτή καταλήξει να γίνει… «απόρακο». Τις κρύες νύχτες του χειμώνα, την τρατάρουν φιλόξενα σε κάθε επισκέπτη ή την κάνουν «βραστάρι» (αφέψημα φασκομηλιάς, πιπεριάς και σούμας), που όπως λένε οι ντόπιοι είναι ένα κι ένα για το «κρύωμα». Σε κάθε περίπτωση πάντως, είναι ένα απόσταγμα που αξίζει κανείς να δοκιμάσει.
Μαργαρίτα Ικαρίου,
Κάθε χρόνο τέτοια εποχή, στα περισσότερα χωριά της Σάμου -εκεί που από την εποχή της Ηγεμονίας υπήρχαν τα «καζαναριά» καθώς η απόσταξη και η εμπορία της «σούμας» γινόταν ελεύθερα- η πατροπαράδοτη διαδικασία συνεχίζεται και παίρνει ύφος λαϊκής γιορτής ή και πανηγυριού.
Το Σάββατο 19 Σεπτέμβρη 2013, στην ορεινή και πανέμορφη «Καστανιά», στη δυτική πλευρά της Σάμου, το καζαναριό της οικογένειας Χατζηδημητρίου είχε την… τιμητική του, καθώς εκεί διοργανώθηκε το 1ο Φεστιβάλ Σούμας Σάμου.
Ο Νίκος Χατζηδημητρίου, ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα και του παππού του, μαζί με το συνεταίρο του Κώστα Σταυριανό φόρτωσαν σταφυλοτσίπουρα τα καζάνια, γέμισαν νερό την υδατοδεξαμενή, άναψαν μια καλή φωτιά και μαζί με φίλους και γνωστούς από όλη τη Σάμο, περίμεναν την πρώτη απόσταξη που έδωσε το υψηλής περιεκτικότητας σε αλκοόλη, «μπας». Με μια νεροκολοκύθα, όπως στα παλιά χρόνια, γέμισαν τα ποτήρια κι ακούστηκαν γέλια μα και ευχές για τους σύγχρονους «καζανάρηδες».
Όσο έρρεε η γλυκόπιοτη σούμα, τόσο «άναβε» το κέφι. Νέοι άνθρωποι αντάλλασσαν γέλια και πειράγματα, οι μεζέδες ήταν όλοι χειροποίητοι, κρεατικά ψήνονταν σε αυτοσχέδια ψησταριά και καταναλώνονταν με ταχύτατους ρυθμούς, η μουσική έδινε το ρυθμό μέχρι που πήραν τη σκυτάλη τα ντόπια όργανα και το γλέντι κράτησε ως το επόμενο πρωί. Ο κυρ Σταμάτης Χατζηδημητρίου, ζωσμένος με καρό κεφαλομάντηλο, γέμιζε με χαρά τα ποτήρια όλων και σε όποιον τον απέτρεπε να ξαναγεμίσει, αντέτασσε το… «πιέ γιε μ’ και μη με στενοχ’ρείς…».
Τα μεζεδάκια που συνόδευαν τις παρέες στα καζαναριά εκατό και πλέον χρόνια πριν, ήταν παρόμοια. Ψητές μελιτζάνες, μανίτες, σάλιαγκες και κυδώνια, σύκα ξερά, σπασμένα αμύγδαλα και καρύδια. Η όλη διαδικασία αποτελούσε μια τελετουργία κοινωνικής επαφής και δραστηριοποίησης, ενώ καζάνια υπήρχαν στα περισσότερα χωριά. Μετά το 1912, που η Σάμος ενώθηκε με τη Ελλάδα, για τη λειτουργία των αποστακτηρίων χρειάζονταν άδεια από το χημείο, το πολύ για 48 ώρες λειτουργίας.
Η σούμα τότε δεν έβγαινε μόνο από τα στέμφυλα. Πολλοί πρόσθεταν ολόκληρα σταφύλια που ήταν άχρηστα για το κρασί, σταφίδες, ακόμα και σύκα που δεν τρώγονταν (κ’νέλες). Το ποτό που έρρεε από τον αποστακτήρα ήταν το σύνολο πολλών ειδών κι έτσι πήρε το όνομα «σούμα».
Οι παρέες πάντως, ακόμη και σήμερα, προτιμούν να κρατούν το «μπας» για εντριβές, αλλά δοκιμάζουν και δεύτερο ή και τρίτο… «αγκ’λάκ’» από τη σούμα, προτού αυτή καταλήξει να γίνει… «απόρακο». Τις κρύες νύχτες του χειμώνα, την τρατάρουν φιλόξενα σε κάθε επισκέπτη ή την κάνουν «βραστάρι» (αφέψημα φασκομηλιάς, πιπεριάς και σούμας), που όπως λένε οι ντόπιοι είναι ένα κι ένα για το «κρύωμα». Σε κάθε περίπτωση πάντως, είναι ένα απόσταγμα που αξίζει κανείς να δοκιμάσει.
Μαργαρίτα Ικαρίου,
Δημοσιογράφος
Φωτογραφίες: Ρένα Μαστρογιάννη - Μαργαρίτα Ικαρίου
Φωτογραφίες: Ρένα Μαστρογιάννη - Μαργαρίτα Ικαρίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου