ΗΜΟΥΝ ΚΑΛΟ ΠΑΙΔΑΚΙ, το ορκίζομαι, όλο το χρόνο. Μπορεί να στο επιβεβαιώσει κι εκείνη η αυστηρή φράου Μέρκελ, που μου έχουν βάλει ως γκουβερνάντα. Μου το λένε, τραβώντας μου απαλά το αυτί, οι τροϊκανοί «μάγοι» που όλο έρχονται, αλλά χωρίς δώρα. Τι να τον κάναμε ωστόσο τον «λίβανον» σε μια Ελλάδα, που το λιβάνισμα πάει σύννεφο; (Κάθε βράδυ στα δελτία των οκτώ).
ΚΑΚΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ, δεν έλεγα. Μόνο από μέσα μου ή όταν μου έστηναν τη κάμερα για να με αυτοβρίσω, δήθεν-τάχα μου τυχαία. Τις περισσότερες φορές δεν ψέλλιζα ούτε λέξη. Με ρωτούσαν για κάτι διαθεσιμότητες, για φόρο ακινήτων και πλειστηριασμούς, για διαπλεκόμενα, τράπεζες και καρτέλ, για τριπλές κάλπες πρόωρες και διπλές κάλτσες βρώμικες, έναν ζουλιάπη με πινακίδες πλαστές, έναν τομπούλογλου με μίζες και μπρίζες. Άχνα εγώ! Μου έχωναν το μικρόφωνο στη μούρη και περίμεναν να τους πω τα παραμυθάκια που είχα μάθει απέξω, για τη κοκκινοσκουπίτσα και τον κακό Σόιμπλε, αλλά και το άλλο, με το πρωτογενές πλεόνασμα, success και story. Άλλοτε πάλι, ειδικά όταν βρισκόμουν με «ξένους», χαμογελούσα σαν τον Μπομπ τον Σφουγγαράκη και δεν έλεγα κουβέντα.
Καθόμουν εκεί, ήσυχα και καλά, περιμένοντας τον αντι-πρόεδρο της αντ-αλλαγής να κάνει κι άλλες χοντροπατάτες για να τσιμπήσω μοναδούλες στις δημοσκοπήσεις. Καλό παιδί, σου λέω…
ΒΟΛΤΕΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΣΥΧΝΑΖΟΥΝ ΑΣΤΕΓΟΙ, δεν έκανα. Που με έχανες που με έβρισκες στις ΗΠΑ-ξείπα. Ουάσινγκτον-Μαξίμου, Μαξίμου-Ομπάμα ήμουν όλο το χρόνο. Πότε-πότε πετιόμουν μέχρι τη Κίνα, να παίξω εκεί με τα σχιστομάτικα ομόλογά μου «παιδάκια», άλλοτε πάλι πήγαινα Ισραήλ. Κυρίως όμως ταξίδευα στας Ευρώπας, όπου κάτι κακοί κύριοι, μου φώναζαν διαρκώς! Εγώ, τους κοιτούσα με τα μεγάλα μου απορημένα μάτια κι έλεγα «γιες σερ», «γιες σερ» αλλά αυτοί συνέχιζαν να μου φωνάζουνε σε γλώσσες ακαταλαβίστικες. Κάτι για μάνη και μάνη λέγανε, μετά τέρκη και τέρκη οπότε κατάλαβα πως θέλανε για τα Χριστούγεννα «γαλοπούλα από τη Μάνη» κι έγνευσα καταφατικά. Τότε, μου χάιδεψαν το κεφάλι κι είπαν πως είμαι «γκουντ γκάη» αλλά αυτό, είπαμε, το ξέρουν οι πάντες!
ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΑΛΙΟΠΑΙΔΟ τον ατακτούλη Πολύδωρο που είναι στα πόδια γρήγορος, είχα ορκιστεί να τον δείρω, αλλά πάλι στάθηκα στο ύψος μου και απλά τον (δι)έγραψα, όπως τον Μιχάλη και τον Χάρη. Ξουτ-ξουτ, βρε! Κάτι άλλους που μου κάνανε το νταή, τους απείλησα πως η μαμά μου η κυρία (νέα) Δημοκρατία θα τους περιλάβει με τη δάδα και λουφάξανε. Τώρα, όποτε με βλέπουν τρέχουν να μου δώσουν ως και το κουλούρι τους-γίναμε κολλητάρια. Μόνο τη μικρή Ντορούλα δεν μπορώ να κάνω φίλη. Φοβάμαι το μπαμπά της που μοιάζει με τον Δρακουμέλ, μη με φάει…
ΞΕΧΑΣΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ, πόσο καλό παιδάκι είμαι και πόσο με αγαπά ο κόσμος. Όπου κι αν πάω, μένω για λίγη ώρα και δίπλα μου είναι κάτι ψηλοί και γεροδεμένοι για να μην με κατσιάσει ο κόσμος από την πολλή αγάπη του. Όλο δάχτυλα ανοιχτά και παλάμες υψωμένες-πόσο θέλουν να με αγκαλιάσουν…!
Πάω, κοιτάζω δεξιά κι αριστερά, κάνω «μμμ» και «ωωω» όπως μου έχουν πει και μετά ανεβαίνω σε ένα ξύλινο σκαλί και λέω το ποίημά μου, χωρίς να ξεχάσω λέξη! Με χειροκροτούν κάτι κύριοι που φορούν ΟΛΟΙ γαλάζια πουκάμισα και μετά, φεύγω χωρίς να μιλήσω σε κανέναν. Είμαι ντροπαλούλης…\
ΤΟ ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ, Άγιε μου Βασίλη, δεν έδωσα εγώ το όπλο στον τρανσφόρμερ χρυσαυγουλίτη που βγήκε να παίξει στάκα-μαν κι έκανε αγγελάκι τον Παύλο. Ο Νικολομιχαλολιάκος το έκανε μάλλον, γιατί έλεγε πως τα μαυροφορεμένα εθνοπαιδάκια είναι καλά παιδάκια, πιο καλά από τα κόκκινα, που ήταν κι εκείνα πιο καλά από τα προηγούμενα πράσινα και τα πιο προηγούμενα γαλάζια και πως θα ήταν πιο καλά από εκείνα με τις ροζ βούλες του Αλέξη. Μεγάλο παράπονο έχω, γιατί εκεινού, του έφερες μια καρέκλα multimedia για να βλέπει καλύτερα κάτι ζαβολάκια που βγαίνουν στους δρόμους και φωνάζουν δολοφόνους τα τρία μικρά γουρουνάκια, όπως κατάλαβα. Εμένα όμως, δεν μου έφερες τίποτα…
ΔΕΝ ΖΗΤΗΣΑ, ΑΓΙΕ ΜΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ένα μίνι ουάν με ναβιγκάτορ που θέλει και το φιλαράκι μου ο Φαήλος. Δεν σου είπα να μου φέρεις το καινούριο βιντεογκέημ «πορτοκαλορίχτες και ματατζήδες», ούτε το νιντέντο «κάψε κι εσύ ένα κούτσουρο, μπορείς». Δεν θέλω το επιτραπέζιο «μονόπολη, αιθαλομιχλόπολη», ούτε είχα τόσο μεγάλη (διαόλου) κάλτσα για να χωρέσει μέσα το «trivial persuit» με ερωτήσεις του τύπου «ποιος ξεπάγιασε απόψε», «ποιο μαγαζί θα μείνει ανοιχτό στην Ερμού», «ποιος συνταξιούχος θα ζήσει», «ποιον θα πάρει ο άνεμος του μετασχηματισμού». Ένα δωράκι εξάντλησης τετραετίας ζήτησα κι ούτε αυτό δεν βρήκα δίπλα στο σβηστό μεσσηνιακό «μεγάλο τζάκι»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου