Της Δημοσιογράφου, Μαργαρίτας Ικαρίου
«Ω γλυκύ μου έαρ», των παιδικών μας χρόνων. Μύριζε ανθισμένα μωβ ανθάκια της πασχαλιάς στα στενά δρομάκια της γειτονιάς. Άστραφταν στο λαμπρό φως του ανοιξιάτικου πρωινού τα καινούρια λουστρινένια παπούτσια καθώς τα φτωχόπαιδα που φορούσαν «τα καλά τους» πήγαιναν στη συνοικιακή εκκλησούλα για να «μεταλάβουν». Τα χέρια της μάνας, χάιδευαν τόσο απαλά και γλυκά καθώς ήταν φουσκωμένα από το ζύμωμα στην πήλινη λεκάνη. Τα περίτεχνα διακοσμημένα κόκκινα αυγά, τυλιγμένα στην "κάλτσα" με φύλλα αρμπαρόριζας, στραφτάλιζαν περασμένα με λαδάκι.
Το σπίτι πεντακάθαρο, τα σπίτια κάτασπρα από τον ασβέστη, η γαρδένια γεμάτη λευκά μπουμπούκια. Στις νυχτερινές μας προσευχές, ζητούσαμε συγχώρεση από έναν όμορφο μα καταματωμένο Χριστούλη που τόσο τον πόνεσαν οι «κακοί», όπως τον βλέπαμε κάθε μεγαλοβδομαδιάτικο απόγευμα στην τηλεόραση-μη ξέροντας τότε πως οι «κακοί» που τον πόνεσαν δεν ήταν οι ηθοποιοί που επέλεξε οΤζεφιρέλι, μα όλοι εμείς…
Η νηστεία ήταν πραγματική, στο σπίτι μιλούσαμε ψιθυριστά σχεδόν κι απαγορεύονταν τα γέλια και οι μουσικές γιατί «είναι μεγαλοβδομάδα» έλεγε αυστηρά η γιαγιά και μας κοιτούσε που παίζαμε στην αυλή με τα λουλούδια φυτεμένα σε παλιά δοχεία από φέτα, βαμμένα μπλε. Κορδέλες στα μαλλιά για τα κορίτσια και τα αγόρια κοντοκουρεμένα, ο δάσκαλος σκέτο φόβητρο κι ο πατέρας-τροφοδότης να κουβαλά ένα σωρό καλούδια για τη Λαμπρή. Κορδέλες από κλωστή και γαρύφαλλα που περνούσαμε ολονυχτίς στο στόλισμα του επιταφίου.
Τα 12 ευαγγέλια, το λιβάνι που νύσταζε όλα τα παιδάκια, οι τραγουδιστές φωνές των ψαλτάδων και εκείνος ο ισχνός «αμνός του Θεού» με μάτια που λες κι έκρυβαν μέσα τους την ευθύνη όλου του κόσμου. Κατάνυξη και ευωδιά από τα κεριά, μουντάδα στον καιρό της Μ. Παρασκευής και μια υπόκωφη αίσθηση πως αυτή η ακολουθία, δεν ήταν ίδια με τις άλλες. Το τρεμουλιαστό στην ανοιξιάτικη νύχτα "δεύτε λάβετε φως" του ιερέα, τα πραγματικά φιλιά κι όχι εκείνα των ιούδων, η μαγειρίτσα της γιαγιάς, τα τσουγκρίσματα (και όχι μόνο αυγών) στο πασχαλινό τραπέζι.
Πού πήγαν άραγε οι πασχαλιές των παιδικών μας χρόνων; Ποιός άνεμος επίπλαστης ευημερίας τις πήρε και τις σήκωσε; Πούθε έκαναν οι προσευχές μας και σε ποιών ληστών τα χέρια έμειναν τα όνειρά μας; Πόσοι εξουσιαστικοί Πιλάτοι νίπτουν σε κάθε συνδιάσκεψη τας χείρας τους για την κατάντια της διαβίωσης;
Ποιοι εκατόνταρχοι μαστιγώνουν τον φέροντα σταυρό πολίτη, στην καθημερινή του ανάβαση στο Γολγοθά της επιβίωσης; Ποιοί ανάλγητοι καρφώνουν στις παλάμες των συνταξιούχων τους ήλους των περικοπών και πόσο ξύδι και χολή, ποτίζονται οι νέοι και άνεργοι πτυχιούχοι;
Μόνο μνήμη απόμεινε το «γλυκύ έαρ» των παιδικών μας χρόνων. Τότε που ακόμη ελπίζαμε πως θα ζούσαμε σε μια πατρίδα που να δικαιώνει τη μακραίωνη διαδρομή της και δεν θα σταυρώνει τους αθώους, εν μέσω των ληστών…
Σήμερα η πασχαλιά έχει μόνο λεκτικές κροτίδες και πολιτικά βεγγαλικά-πολλή λάμψη, θορυβώδεις εκρήξεις μα μικρή διάρκεια.
Κι αυτή η έρμη εσταυρωμένη Ελλάδα, να ξεψυχά χωρίς μήτε να πεθαίνει, μήτε και να ανασταίνεται….
Το σπίτι πεντακάθαρο, τα σπίτια κάτασπρα από τον ασβέστη, η γαρδένια γεμάτη λευκά μπουμπούκια. Στις νυχτερινές μας προσευχές, ζητούσαμε συγχώρεση από έναν όμορφο μα καταματωμένο Χριστούλη που τόσο τον πόνεσαν οι «κακοί», όπως τον βλέπαμε κάθε μεγαλοβδομαδιάτικο απόγευμα στην τηλεόραση-μη ξέροντας τότε πως οι «κακοί» που τον πόνεσαν δεν ήταν οι ηθοποιοί που επέλεξε οΤζεφιρέλι, μα όλοι εμείς…
Η νηστεία ήταν πραγματική, στο σπίτι μιλούσαμε ψιθυριστά σχεδόν κι απαγορεύονταν τα γέλια και οι μουσικές γιατί «είναι μεγαλοβδομάδα» έλεγε αυστηρά η γιαγιά και μας κοιτούσε που παίζαμε στην αυλή με τα λουλούδια φυτεμένα σε παλιά δοχεία από φέτα, βαμμένα μπλε. Κορδέλες στα μαλλιά για τα κορίτσια και τα αγόρια κοντοκουρεμένα, ο δάσκαλος σκέτο φόβητρο κι ο πατέρας-τροφοδότης να κουβαλά ένα σωρό καλούδια για τη Λαμπρή. Κορδέλες από κλωστή και γαρύφαλλα που περνούσαμε ολονυχτίς στο στόλισμα του επιταφίου.
Τα 12 ευαγγέλια, το λιβάνι που νύσταζε όλα τα παιδάκια, οι τραγουδιστές φωνές των ψαλτάδων και εκείνος ο ισχνός «αμνός του Θεού» με μάτια που λες κι έκρυβαν μέσα τους την ευθύνη όλου του κόσμου. Κατάνυξη και ευωδιά από τα κεριά, μουντάδα στον καιρό της Μ. Παρασκευής και μια υπόκωφη αίσθηση πως αυτή η ακολουθία, δεν ήταν ίδια με τις άλλες. Το τρεμουλιαστό στην ανοιξιάτικη νύχτα "δεύτε λάβετε φως" του ιερέα, τα πραγματικά φιλιά κι όχι εκείνα των ιούδων, η μαγειρίτσα της γιαγιάς, τα τσουγκρίσματα (και όχι μόνο αυγών) στο πασχαλινό τραπέζι.
Πού πήγαν άραγε οι πασχαλιές των παιδικών μας χρόνων; Ποιός άνεμος επίπλαστης ευημερίας τις πήρε και τις σήκωσε; Πούθε έκαναν οι προσευχές μας και σε ποιών ληστών τα χέρια έμειναν τα όνειρά μας; Πόσοι εξουσιαστικοί Πιλάτοι νίπτουν σε κάθε συνδιάσκεψη τας χείρας τους για την κατάντια της διαβίωσης;
Ποιοι εκατόνταρχοι μαστιγώνουν τον φέροντα σταυρό πολίτη, στην καθημερινή του ανάβαση στο Γολγοθά της επιβίωσης; Ποιοί ανάλγητοι καρφώνουν στις παλάμες των συνταξιούχων τους ήλους των περικοπών και πόσο ξύδι και χολή, ποτίζονται οι νέοι και άνεργοι πτυχιούχοι;
Μόνο μνήμη απόμεινε το «γλυκύ έαρ» των παιδικών μας χρόνων. Τότε που ακόμη ελπίζαμε πως θα ζούσαμε σε μια πατρίδα που να δικαιώνει τη μακραίωνη διαδρομή της και δεν θα σταυρώνει τους αθώους, εν μέσω των ληστών…
Σήμερα η πασχαλιά έχει μόνο λεκτικές κροτίδες και πολιτικά βεγγαλικά-πολλή λάμψη, θορυβώδεις εκρήξεις μα μικρή διάρκεια.
Κι αυτή η έρμη εσταυρωμένη Ελλάδα, να ξεψυχά χωρίς μήτε να πεθαίνει, μήτε και να ανασταίνεται….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου