Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

«Μισή» αρχοντιά

Βγήκα -η ανεπρόκοπη- να καθαρίσω το μπαλκόνι, με θέα στον ακάλυπτο. Ο ταχύτερος τρόπος να πας τσιφ για κατάθλιψη. Πυκνοδομημένη πολύβουη πόλη, σαρδελοποιημένη ζωή. Στο βάθος υπονοείται ορίζοντας, από την αιθαλομίχλη βαμμένος μπλαβί, σαν χτυπήματα από κλομπ. Καλώδια και κεραίες, πυργωμένα χέρια που επαιτούν άνωθεν παρέμβαση. Μα οι «από μηχανής θεοί» ξέμειναν από εκκύκλημα.

Σαν όλες τις σκληρά εργαζόμενες κάνω δουλειές σπιτιού το απογευματοβράδυ. Ή τα πρωινά της Κυριακής, όπως έκανε κάποτε η μάνα μου και την κορόιδευα «μικροαστή». Μέρες τώρα, πότε με τον βοριά που τα αρνάκια και τα φτωχαδάκια παγώνει, πότε με τη συρτή, συλλογιστή, συνέρημη βροχή, πότε με τις «επισκέψεις», αμέλησα να καθαρίσω το μπαλκόνι. Βλέπετε, πλάκωσε κόσμος στον υπολογιστή και ξεχάστηκα.

Αυτού του είδους οι επισκέψεις μπορεί να είναι πολύωρες και κάποτε βαρετές, αλλά δεν απαιτούν προετοιμασία. Ούτε καν να ψήσεις ένα φτηνό κέικ για να συνοδέψεις το τσάι. Ούτε να σκας μια περιουσία. Δεν χρειάζονται ξηροί καρποί, γυάλα με φοντάν και το αινιγματικό χαμόγελο στο περιτύλιγμα. Δεν απαιτείται να λουστείς, να «ντυθείς» και να βαφτείς. Κάθεσαι με τις φόρμες, το αερόθερμο ως ατομικό pet, σαράντα ζευγάρια κάλτσες, το μαλλί άνω-κάτω και το νύχι μισοβαμμένο, φοράς ακομπλεξάριστα το γυαλί της μυωπίας. «Πλασάρεσαι» ωστόσο σαν σούπερ ντούπερ ύπαρξη, μετρώντας τα like των επίδοξων, στην επεξεργασμένη φωτογραφία που «ανεβάζεις». Εύκολα πράγματα. Της εποχής.

Το λάπτοπ με κοιτάζει από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, με το στόμα της οθόνης ανοιχτό. Αναπαύεται πάνω στο ξέστρωτο κρεβάτι, καθώς κι απόψε θα δεινοπαθήσει στα χέρια μου. Γυρίζω πλάτη και τραβάω με δύναμη θεόρατες γλάστρες με εξαγριωμένους φίκους και σπαθόφυλλα που ξεσπαθώνουν. Φύλλα, χώμα και νερά της βροχής έχουν μαζευτεί στις γωνιές. Μυρωδιά σαπίλας.

Επιχείρηση-κάθαρση. Στην αρχή, μαζί με τα ξερά πετάω και τα χλωρά. Σιγά μην κάτσω να ξεχωρίσω! Σκούπα όλα και στον τενεκέ. Προσέχω μη λερώσω τα ρούχα της αποκάτω. Ανεπρόκοπη κι αυτή. Στο μεροκάματο της ανάγκης, αφήνει τα απλωμένα παιδόρουχα μια βδομάδα να τα δέρνει η παλιοβροχή, να λυσσομανάει ο αέρας, να τα καπνίζουν οι ξυλόσομπες των γειτόνων που καίνε ως και παλιά καφάσια.

Άνευρα, νεκρά φύλλα. Η σήψη και αποφορά τους. Προϊούσα παρακμή πίσω από «γλάστρες» και όμορφα «φυτά». Αναπόφευκτη η σύνδεση. Καθιστά αναγκαιότητα να «καθαρίσεις» ό,τι ρυπαρό και καιρό αφημένο.
Επιστρατεύονται καθαριστικά, ελληνικά μα και ξένα. Προανακριτική δεν θα αποφανθεί, κάλπες δεν στήθηκαν επί του μπαλκονιού. Σκούπες, φαράσια, συρματάκια, μάπες, κοινώς σφουγγαρίστρες. Η βρομιά έχει διαποτίσει τους πόρους. Λεκέδες σκληροί. Διαπέρασαν τη στιλπνή επιφάνεια, χάραξαν τις πρώτες στοιβάδες, διάβρωσαν τις επόμενες. Άντε τώρα να «καθαρίσεις».

Τρίβω με μανία να εξαφανίσω τις μαύρες κηλίδες. Θέλω να ξαναδώ το άσπρο, το πάλλευκο. Τη λάμψη της καθαριότητας που δεν είναι «μισή», κατά το νεοΕλληνικόν σύνηθες, μα ολόκληρη «αρχοντιά».

Από την κουζίνα ακούγεται απειλητικό το σφύριγμα της χύτρας. Δυο κοντοκουρεμένοι και σωματώδεις τύποι με μαύρα, ώρα τώρα με παρατηρούν από το απέναντι πεζοδρόμιο. Ανατριχιάζω και δεν είναι από την απογευματινή ψύχρα. Νιώθω απειλητικό το βλέμμα τους. Είναι άραγε η τοπική «ομάδα περιφρούρησης»; Ποιος θα με «περιφρουρήσει», αν με περάσουν για μετανάστρια-καθαρίστρια καθώς θα πηγαίνω να πάρω το πολυδιαφημισμένο «προϊόν» με τους μπλε-πράσινους-ροζουλί-κόκκινους-μαύρους κόκκους και με πλακώσουν στις γρήγορες;

Ας μένει το καθάρισμα. Μαζεύω, να χωθώ στη μοναχική «ασφάλεια» του παγερού διαμερίσματος. Η χύτρα ξανασφυρίζει. Οι αγριάνθρωποι ξανακοιτάνε, πιο έντονα και διερευνητικά. Πλάκα θα έχει να είναι της αντιτρομοκρατικής και να με σέρνουν για εξακρίβωση. Φοράω και μαύρο σκούφο, να μην κρυώνω.

Κλείνω μπαλκονόπορτα, παντζούρια, τραβάω ΚΑΙ την κουρτίνα. Αυλαία. Τέλος.

*Η Μαργαρίτα Ικαρίου είναι δημοσιογράφος.
protagon

Δεν υπάρχουν σχόλια: