Tων ΑΡΙΣΤΟΜΕΝΗ ΣΥΓΓΕΛΑΚΗ* και ΜΑΡΚΟΥ ΧΑΡΙΤΟΥ, σκηνοθέτη.
Το πρωτοσέλιδο άρθρο των κυριακάτικων «New York Times» (6.10.2013), της Suzanne Daley, που παρακολούθησε τις εργασίες του «2ου Πανελλήνιου Συνεδρίου για τις Γερμανικές Αποζημιώσεις και τα Ολοκαυτώματα» στη Βιάνο (13-15.9.2013), προκάλεσε αναταράξεις στη Γερμανία και ανέδειξε διεθνώς τις διαστάσεις και τη δυναμική του ζητήματος.
Αν και η Γερμανία επιτέθηκε στην Ελλάδα απρόκλητα και διέπραξε μία πρωτόγνωρη ανθρωπιστική τραγωδία, εντούτοις αρνείται, με διάφορα προσχήματα, να αναλάβει τις ευθύνες της. Μάλιστα η γερμανική προπαγάνδα διαδίδει κατά καιρούς ανυπόστατες φήμες ότι δήθεν «το θέμα έχει κλείσει», «η Ελλάδα έχει παραιτηθεί», «τα θύματα έχουν αποζημιωθεί». Η πραγματικότητα καταρρίπτει πλήρως τους γερμανικούς ισχυρισμούς: η Ελλάδα ουδέποτε παραιτήθηκε των νόμιμων αξιώσεών της, γεγονός που το αναγνωρίζει μάλιστα η ίδια η Γερμανία στην απαντητική ρηματική της διακοίνωση στις 31 Μαρτίου 1967!
Το ζήτημα έχει τεθεί από ελληνικής πλευράς σε διμερές επίπεδο ή σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα τουλάχιστον 15 φορές. Ωστόσο είναι γεγονός ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις διαχρονικά δεν επέδειξαν, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, μεθοδικότητα, επιμονή και σθένος στη διεκδίκηση και απέτυχαν να εκπληρώσουν το ιστορικό τους χρέος.
Ηανταπόκριση της Αμερικανίδας δημοσιογράφου αποτυπώνει έξοχα τις σκέψεις του ελληνικού λαού: οι πολλαπλά ευνοημένοι από τη διεθνή κοινότητα Γερμανοί, που είδαν το γιγαντιαίο χρέος τους να κουρεύεται δραστικά, την απόδοση των αποζημιώσεων και επανορθώσεων με τη Συνθήκη του Λονδίνου του 1953 να μετατίθεται στο μέλλον, ξεχνούν όσα μας οφείλουν και επιδεικνύουν μία αδικαιολόγητα σκληρή συμπεριφορά εις βάρος μας. Οπλο τους εναντίον της Ελλάδας αυτή τη φορά τα δάνεια, τα μνημόνια και οι «διασώσεις», που διογκώνουν περαιτέρω τα χρέη. Σε αυτή τη συγκυρία, η μόνη πραγματική άμυνα είναι να απαιτήσουμε επιτέλους από τη Γερμανία αυτά που μας οφείλει.
Ωστόσο η ελληνική κυβέρνηση αλλά και η πολιτική, οικονομική και πνευματική ελίτ, σχεδόν στο σύνολό τους, παρά τη σαφή λαϊκή απαίτηση, μοιάζουν να υστερούν απελπιστικά στην εθνική αυτή υπόθεση, φέρνοντας ξανά στα χείλη των Ελλήνων το ερώτημα: «Ποιος φοβάται τις γερμανικές αποζημιώσεις; Και γιατί;». Γιατί η ελίτ της χώρας μας μοιάζει να αποποιείται τη δυναμική της διεκδίκησης των γερμανικών οφειλών;
Ενός ιστορικά, ηθικά και πολιτικά βαρύνοντος αιτήματος, που ακόμη και αν, στη χειρότερη εκδοχή, δεν αποφέρει τα ποθούμενα οικονομικά αποτελέσματα, είναι σίγουρο ότι θα συσπειρώσει σε αγωνιστική προοπτική το λαό, θα αναπτερώσει το ηθικό του, θα ανατρέψει τη δυσμενή διεθνή εικόνα της χώρας μας, αναδεικνύοντας διαχρονικά το μέγεθος της γερμανικής ευθύνης στην οικονομική υστέρηση της χώρας αλλά και θα θέσει οριστικά στο περιθώριο τα ναζιστικά μορφώματα. Αν μπορούμε να αντιληφθούμε, χωρίς βέβαια ούτε κατά διάνοια να αποδεχόμαστε, την αδιάλλακτη στάση του θύτη, πώς, αλήθεια, εξηγείται η σιωπή του θύματος;
Ηαπάντηση ίσως βρίσκεται στις ανάρμοστες σχέσεις συνεργασίας που αναπτύχθηκαν κατά την περίοδο της Κατοχής μεταξύ των κατακτητών και ενός τμήματος της ελληνικής άρχουσας τάξης, των δωσιλόγων. Η επονείδιστη αυτή σχέση αποτέλεσε το υπόστρωμα πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε μεταπολεμικά η λήθη για τα ελληνικά ολοκαυτώματα και τις γερμανικές αποζημιώσεις και ίσως ακόμη καθορίζει τη στάση υποτέλειας και συναλλαγής συγκεκριμένων κύκλων. Ενας δεσμός που θα σπάσει μόνο με τον εθνικό αγώνα της διεκδίκησης. Η κρίση, η λιτότητα και η πρωτόγνωρη κοινωνική δοκιμασία κατέρριψαν επίσης και τα επιχειρήματα των δήθεν «ρεαλιστών», που υποδείκνυαν, ως σώφρονα συμπεριφορά της «ανίσχυρης» Ελλάδας, να τεθεί η διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών στις καλένδες και επέφεραν τη συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει αισιόδοξο μέλλον χωρίς αγώνα, χωρίς διεκδίκηση των δίκαιων και απαράγραπτων αξιώσεών μας.
Το ζήτημα είναι, αναμφίβολα, σε κρίσιμη καμπή και απαιτεί θαρραλέες και καλά σχεδιασμένες πρωτοβουλίες από την ελληνική κυβέρνηση και την πολιτική τάξη στο σύνολό της. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα!
* μέλους του Δ.Σ. του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα
enet,gr
Το ζήτημα της ανάδειξης της ιστορικής μνήμης και της διεκδίκησης των γερμανικών οφειλών έχει πάρει φωτιά το τελευταίο διάστημα: οι χώροι θυσίας σε όλη την Ελλάδα γεμίζουν με κόσμο, το ζήτημα συσπειρώνει σε ποσοστά άνω του 90% την ελληνική κοινή γνώμη, απασχολεί τα ΜΜΕ και την πολιτική τάξη της Γερμανίας.
Το πρωτοσέλιδο άρθρο των κυριακάτικων «New York Times» (6.10.2013), της Suzanne Daley, που παρακολούθησε τις εργασίες του «2ου Πανελλήνιου Συνεδρίου για τις Γερμανικές Αποζημιώσεις και τα Ολοκαυτώματα» στη Βιάνο (13-15.9.2013), προκάλεσε αναταράξεις στη Γερμανία και ανέδειξε διεθνώς τις διαστάσεις και τη δυναμική του ζητήματος.
Αν και η Γερμανία επιτέθηκε στην Ελλάδα απρόκλητα και διέπραξε μία πρωτόγνωρη ανθρωπιστική τραγωδία, εντούτοις αρνείται, με διάφορα προσχήματα, να αναλάβει τις ευθύνες της. Μάλιστα η γερμανική προπαγάνδα διαδίδει κατά καιρούς ανυπόστατες φήμες ότι δήθεν «το θέμα έχει κλείσει», «η Ελλάδα έχει παραιτηθεί», «τα θύματα έχουν αποζημιωθεί». Η πραγματικότητα καταρρίπτει πλήρως τους γερμανικούς ισχυρισμούς: η Ελλάδα ουδέποτε παραιτήθηκε των νόμιμων αξιώσεών της, γεγονός που το αναγνωρίζει μάλιστα η ίδια η Γερμανία στην απαντητική ρηματική της διακοίνωση στις 31 Μαρτίου 1967!
Το ζήτημα έχει τεθεί από ελληνικής πλευράς σε διμερές επίπεδο ή σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα τουλάχιστον 15 φορές. Ωστόσο είναι γεγονός ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις διαχρονικά δεν επέδειξαν, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, μεθοδικότητα, επιμονή και σθένος στη διεκδίκηση και απέτυχαν να εκπληρώσουν το ιστορικό τους χρέος.
Ηανταπόκριση της Αμερικανίδας δημοσιογράφου αποτυπώνει έξοχα τις σκέψεις του ελληνικού λαού: οι πολλαπλά ευνοημένοι από τη διεθνή κοινότητα Γερμανοί, που είδαν το γιγαντιαίο χρέος τους να κουρεύεται δραστικά, την απόδοση των αποζημιώσεων και επανορθώσεων με τη Συνθήκη του Λονδίνου του 1953 να μετατίθεται στο μέλλον, ξεχνούν όσα μας οφείλουν και επιδεικνύουν μία αδικαιολόγητα σκληρή συμπεριφορά εις βάρος μας. Οπλο τους εναντίον της Ελλάδας αυτή τη φορά τα δάνεια, τα μνημόνια και οι «διασώσεις», που διογκώνουν περαιτέρω τα χρέη. Σε αυτή τη συγκυρία, η μόνη πραγματική άμυνα είναι να απαιτήσουμε επιτέλους από τη Γερμανία αυτά που μας οφείλει.
Χωρίς διάθεση συμψηφισμού ή εκδίκησης αλλά με πλήρη αίσθηση της ευθύνης μας απέναντι στην πατρίδα και το λαό.
Ωστόσο η ελληνική κυβέρνηση αλλά και η πολιτική, οικονομική και πνευματική ελίτ, σχεδόν στο σύνολό τους, παρά τη σαφή λαϊκή απαίτηση, μοιάζουν να υστερούν απελπιστικά στην εθνική αυτή υπόθεση, φέρνοντας ξανά στα χείλη των Ελλήνων το ερώτημα: «Ποιος φοβάται τις γερμανικές αποζημιώσεις; Και γιατί;». Γιατί η ελίτ της χώρας μας μοιάζει να αποποιείται τη δυναμική της διεκδίκησης των γερμανικών οφειλών;
Ενός ιστορικά, ηθικά και πολιτικά βαρύνοντος αιτήματος, που ακόμη και αν, στη χειρότερη εκδοχή, δεν αποφέρει τα ποθούμενα οικονομικά αποτελέσματα, είναι σίγουρο ότι θα συσπειρώσει σε αγωνιστική προοπτική το λαό, θα αναπτερώσει το ηθικό του, θα ανατρέψει τη δυσμενή διεθνή εικόνα της χώρας μας, αναδεικνύοντας διαχρονικά το μέγεθος της γερμανικής ευθύνης στην οικονομική υστέρηση της χώρας αλλά και θα θέσει οριστικά στο περιθώριο τα ναζιστικά μορφώματα. Αν μπορούμε να αντιληφθούμε, χωρίς βέβαια ούτε κατά διάνοια να αποδεχόμαστε, την αδιάλλακτη στάση του θύτη, πώς, αλήθεια, εξηγείται η σιωπή του θύματος;
Ηαπάντηση ίσως βρίσκεται στις ανάρμοστες σχέσεις συνεργασίας που αναπτύχθηκαν κατά την περίοδο της Κατοχής μεταξύ των κατακτητών και ενός τμήματος της ελληνικής άρχουσας τάξης, των δωσιλόγων. Η επονείδιστη αυτή σχέση αποτέλεσε το υπόστρωμα πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε μεταπολεμικά η λήθη για τα ελληνικά ολοκαυτώματα και τις γερμανικές αποζημιώσεις και ίσως ακόμη καθορίζει τη στάση υποτέλειας και συναλλαγής συγκεκριμένων κύκλων. Ενας δεσμός που θα σπάσει μόνο με τον εθνικό αγώνα της διεκδίκησης. Η κρίση, η λιτότητα και η πρωτόγνωρη κοινωνική δοκιμασία κατέρριψαν επίσης και τα επιχειρήματα των δήθεν «ρεαλιστών», που υποδείκνυαν, ως σώφρονα συμπεριφορά της «ανίσχυρης» Ελλάδας, να τεθεί η διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών στις καλένδες και επέφεραν τη συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει αισιόδοξο μέλλον χωρίς αγώνα, χωρίς διεκδίκηση των δίκαιων και απαράγραπτων αξιώσεών μας.
Το ζήτημα είναι, αναμφίβολα, σε κρίσιμη καμπή και απαιτεί θαρραλέες και καλά σχεδιασμένες πρωτοβουλίες από την ελληνική κυβέρνηση και την πολιτική τάξη στο σύνολό της. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα!
* μέλους του Δ.Σ. του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα
enet,gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου