Αναγκαίες οι δημόσιες δομές. Οι κυβερνητικές ρυθμίσεις δεν λύνουν τα σωρευμένα προβλήματα της Δημόσιας Διοίκησης. Η αποδόμηση του Δημοσίου συμπαρασύρει σε κατάρρευση και τον ιδιωτικό τομέα με αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας
Όλοι συμφωνούμε ότι το κράτος χρειάζεται ριζική μεταρρύθμιση και όχι αποσπασματικές ρυθμίσεις που δεν βοηθούν στη βελτίωση των δημόσιων υπηρεσιών και δεν αξιοποιούν τις γνώσεις και τις δυνατότητες του ανθρώπινου κεφαλαίου. Όλοι επίσης συμφωνούμε ότι χρειαζόμαστε ένα κράτος εργαλείο ανάπτυξης. Εάν δεν υπάρχει στέρεο κράτος με θεσμούς που έχουν καθολική αποδοχή και σεβασμό δεν μπορεί να υπάρξει και υγιής ιδιωτικός τομέας.
Κοινή άλλωστε παραδοχή είναι ότι όσα γίνονται στο Δημόσιο (απολύσεις, διαθεσιμότητα, κατάργηση υπηρεσιών..) δεν εδράζονται σ’ ένα σχέδιο ανόρθωσης του θεσμικού ρόλου της δημόσιας διοίκησης και της αναβάθμισης των δημοσίων υπαλλήλων.
Πολλοί ειδικοί μάλιστα ομολογούν ότι στο Δημόσιο έγιναν απολύσεις χωρίς διερεύνηση των υπαρχουσών αναγκών και παραδέχονται ότι οι δομές του Δημοσίου προωθούν την ευθυνοφοβία, τον κομφορμισμό και την αδράνεια.
Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι παρόλα αυτά το Κράτος λειτουργεί χάρις στο φιλότιμο και τις υπερπροσπάθειες που καταβάλλουν χιλιάδες υπάλληλοι και στελέχη, οι οποίοι μάλιστα βρίσκονται αντιμέτωποι με επικαλύψεις αρμοδιοτήτων, ασάφειες, έλλειψη διαλειτουργικότητας, αλλά και πολυνομία που την ακολουθούν διατάγματα, αποφάσεις και εγκύκλιοι και με ένα μεγάλο μέρος έμπειρων στελεχών να έχουν φύγει.
Σύμφωνα με την επιστημονική μελέτη του Κοινωνικού Πολύκεντρου της ΑΔΕΔΥ αποδεικνύεται ότι έχουμε 21% μείωση της απασχόλησης, 53% μείωση μισθών, 30% μείωση δαπανών για την υγεία και μείωση των δαπανών στην παιδεία από 3,9% στο 2,5%.
Και αρκούσε ο σεισμός στην Κεφαλονιά για να καταδείξει το λάθος της κατάργησης των ΤΑΣ όταν είναι γνωστός ο βαθμός σεισμικότητας της χώρας μας.
Ακριβώς αυτό το πρόβλημα δείχνει την ανάγκη ύπαρξης μιας υπηρεσίας που έχει την δυνατότητα και λόγω εμπειρίας να πραγματοποιήσει τον έλεγχο όλων των δημόσιων κτιρίων, ώστε οι πολίτες να αισθάνονται την μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια.
Έτσι γίνεται αντιληπτό το πόσο είναι αναγκαίες οι δημόσιες δομές διότι αυτές εξασφαλίζουν και τα δημόσια αγαθά.
Οι εξελίξεις δυστυχώς δικαιώνουν όσους από την αρχή υποστηρίξαμε ότι πρόκειται για απορρύθμιση του δημόσιου τομέα με σκοπό να περάσουν στον ιδιωτικό τομέα δημόσιες λειτουργίες.
Άλλωστε ζούμε καθημερινά το ξήλωμα υπηρεσιών, τον εξοβελισμό του κοινωνικού κράτους, τον διωγμό των νέων γιατρών αλλά και των χιλιάδων επιστημόνων στο Εξωτερικό, την απαξίωση του ιατρικού λειτουργήματος, το χτύπημα των φαρμακοποιών, την υποβάθμιση των δημόσιων νοσοκομείων, την αποδυνάμωση των ελεγκτικών μηχανισμών.
Αν λάβει κανείς υπόψη του το μεγάλο αριθμό των ΜΚΟ θα διαπιστώσει ότι πρόκειται για δομές έξω από το Κράτος με τη στήριξη όμως κρατικών κονδυλίων και χωρίς έλεγχο. Αυτή η εξέλιξη ήρθε ως αποτέλεσμα των ασκούμενων νεοφιλελεύθερων πολιτικών που διαλύουν το Δημόσιο και αντιστρατεύονται το δημόσιο συμφέρον.
Και μέσα σε αυτό το διοικητικό τοπίο αρχίζει η ισχύς του νέου νόμου για τις συγχωνεύσεις, καταργήσεις φορέων, απολύσεις εργαζομένων.
Νόμος χωρίς ανθρωποκεντρική προσέγγιση με στόχο τις χιλιάδες απολύσεις για να ικανοποιηθούν οι δανειστές, οι οποίοι κόπτονται για «διαρθρωτικές αλλαγές».
Να σημειωθεί μάλιστα ότι προς αυτή την κατεύθυνση είναι και η διάταξη για την υποχρεωτική ποσόστωση κατά την βαθμολόγηση των υπαλλήλων που συνιστά ένα νέο αυταρχισμό που δεν έχει σχέση με την επίλυση των δομικών προβλημάτων. Γνωρίζουν όμως ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να εφαρμοστεί .Άλλωστε δοκιμάστηκε την περίοδο 1990-1992 απέτυχε γι αυτό και καταργήθηκε.
Το ζητούμενο σήμερα είναι η ποιότητα. Τα κριτήρια αξιολόγησης υπάρχουν. Είναι θέμα της αμερόληπτης κρίσης των προϊσταμένων την οποία έχουν υποχρέωση να επιβάλλουν οι διοικούντες και να μην παρεμβαίνουν στο έργο τους υποδεικνύοντας την προώθηση των αρεστών .
Γι’ αυτό και είναι εύλογα τα ερωτήματα:
Ποια είναι η λογική της ποσόστωσης και τι κρύβεται σε αυτή τη ρύθμιση;
Εάν σε ένα τμήμα είναι περισσότεροι από το 25% άριστοι, ποιος έχει το δικαίωμα να τους υποβιβάσει;
Ποια θα είναι η θέση του προϊσταμένου ως βαθμολογητή όταν διαπιστώσει ότι δεν βρίσκουν πεδίο εφαρμογής οι θεσμοθετημένες ρυθμίσεις διότι οι υπ’ αυτόν υπάλληλοι έχουν όλες τις δεξιότητες και τη γνώση και την πρέπουσα συμπεριφορά;
Μήπως επιδιώκεται η εξασφάλιση ενός σώματος προϊσταμένων αρεστών στην Διοίκηση, οι οποίοι θα παραβλέπουν τα δικαιώματα των υφισταμένων τους και θα τους υποχρεώνουν σε τυφλή υποταγή, όταν μάλιστα οι κρινόμενοι με 7 και 8 δεν θα έχουν δικαίωμα ένστασης;
Μήπως η υποχρεωτικότητα του μέτρου αποβλέπει στην απόλυση των υπαλλήλων;
Και αυτός ο νόμος αποτελεί συνέχεια των πολιτικών αποδυνάμωσης του Δημοσίου και της απαξίωσής του με αποτέλεσμα να διαλύονται κρίσιμες υπηρεσίες, οι οποίες στη συνέχεια θα εκχωρηθούν στα ιδιωτικά συμφέροντα και θα περάσουν χιλιάδες ακόμα στην ανεργία, ανεξάρτητα αν έχουν προσληφθεί με νόμιμες διαδικασίες και διαθέτουν και προσόντα, αφού θα καταργηθούν οι οργανικές θέσεις.
Ακριβώς η αποδόμηση του Δημοσίου συμπαρασύρει σε κατάρρευση και τον ιδιωτικό τομέα με αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των ανέργων.
Γι’ αυτό έχουμε υποχρέωση να αγωνιστούμε ενάντια στις σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές που στραγγαλίζουν κάθε ελπίδα για ανάπτυξη και πρόοδο των ανθρώπων.
Όλοι συμφωνούμε ότι το κράτος χρειάζεται ριζική μεταρρύθμιση και όχι αποσπασματικές ρυθμίσεις που δεν βοηθούν στη βελτίωση των δημόσιων υπηρεσιών και δεν αξιοποιούν τις γνώσεις και τις δυνατότητες του ανθρώπινου κεφαλαίου. Όλοι επίσης συμφωνούμε ότι χρειαζόμαστε ένα κράτος εργαλείο ανάπτυξης. Εάν δεν υπάρχει στέρεο κράτος με θεσμούς που έχουν καθολική αποδοχή και σεβασμό δεν μπορεί να υπάρξει και υγιής ιδιωτικός τομέας.
Κοινή άλλωστε παραδοχή είναι ότι όσα γίνονται στο Δημόσιο (απολύσεις, διαθεσιμότητα, κατάργηση υπηρεσιών..) δεν εδράζονται σ’ ένα σχέδιο ανόρθωσης του θεσμικού ρόλου της δημόσιας διοίκησης και της αναβάθμισης των δημοσίων υπαλλήλων.
Πολλοί ειδικοί μάλιστα ομολογούν ότι στο Δημόσιο έγιναν απολύσεις χωρίς διερεύνηση των υπαρχουσών αναγκών και παραδέχονται ότι οι δομές του Δημοσίου προωθούν την ευθυνοφοβία, τον κομφορμισμό και την αδράνεια.
Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι παρόλα αυτά το Κράτος λειτουργεί χάρις στο φιλότιμο και τις υπερπροσπάθειες που καταβάλλουν χιλιάδες υπάλληλοι και στελέχη, οι οποίοι μάλιστα βρίσκονται αντιμέτωποι με επικαλύψεις αρμοδιοτήτων, ασάφειες, έλλειψη διαλειτουργικότητας, αλλά και πολυνομία που την ακολουθούν διατάγματα, αποφάσεις και εγκύκλιοι και με ένα μεγάλο μέρος έμπειρων στελεχών να έχουν φύγει.
Σύμφωνα με την επιστημονική μελέτη του Κοινωνικού Πολύκεντρου της ΑΔΕΔΥ αποδεικνύεται ότι έχουμε 21% μείωση της απασχόλησης, 53% μείωση μισθών, 30% μείωση δαπανών για την υγεία και μείωση των δαπανών στην παιδεία από 3,9% στο 2,5%.
Και αρκούσε ο σεισμός στην Κεφαλονιά για να καταδείξει το λάθος της κατάργησης των ΤΑΣ όταν είναι γνωστός ο βαθμός σεισμικότητας της χώρας μας.
Ακριβώς αυτό το πρόβλημα δείχνει την ανάγκη ύπαρξης μιας υπηρεσίας που έχει την δυνατότητα και λόγω εμπειρίας να πραγματοποιήσει τον έλεγχο όλων των δημόσιων κτιρίων, ώστε οι πολίτες να αισθάνονται την μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια.
Έτσι γίνεται αντιληπτό το πόσο είναι αναγκαίες οι δημόσιες δομές διότι αυτές εξασφαλίζουν και τα δημόσια αγαθά.
Οι εξελίξεις δυστυχώς δικαιώνουν όσους από την αρχή υποστηρίξαμε ότι πρόκειται για απορρύθμιση του δημόσιου τομέα με σκοπό να περάσουν στον ιδιωτικό τομέα δημόσιες λειτουργίες.
Άλλωστε ζούμε καθημερινά το ξήλωμα υπηρεσιών, τον εξοβελισμό του κοινωνικού κράτους, τον διωγμό των νέων γιατρών αλλά και των χιλιάδων επιστημόνων στο Εξωτερικό, την απαξίωση του ιατρικού λειτουργήματος, το χτύπημα των φαρμακοποιών, την υποβάθμιση των δημόσιων νοσοκομείων, την αποδυνάμωση των ελεγκτικών μηχανισμών.
Αν λάβει κανείς υπόψη του το μεγάλο αριθμό των ΜΚΟ θα διαπιστώσει ότι πρόκειται για δομές έξω από το Κράτος με τη στήριξη όμως κρατικών κονδυλίων και χωρίς έλεγχο. Αυτή η εξέλιξη ήρθε ως αποτέλεσμα των ασκούμενων νεοφιλελεύθερων πολιτικών που διαλύουν το Δημόσιο και αντιστρατεύονται το δημόσιο συμφέρον.
Και μέσα σε αυτό το διοικητικό τοπίο αρχίζει η ισχύς του νέου νόμου για τις συγχωνεύσεις, καταργήσεις φορέων, απολύσεις εργαζομένων.
Νόμος χωρίς ανθρωποκεντρική προσέγγιση με στόχο τις χιλιάδες απολύσεις για να ικανοποιηθούν οι δανειστές, οι οποίοι κόπτονται για «διαρθρωτικές αλλαγές».
Να σημειωθεί μάλιστα ότι προς αυτή την κατεύθυνση είναι και η διάταξη για την υποχρεωτική ποσόστωση κατά την βαθμολόγηση των υπαλλήλων που συνιστά ένα νέο αυταρχισμό που δεν έχει σχέση με την επίλυση των δομικών προβλημάτων. Γνωρίζουν όμως ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να εφαρμοστεί .Άλλωστε δοκιμάστηκε την περίοδο 1990-1992 απέτυχε γι αυτό και καταργήθηκε.
Το ζητούμενο σήμερα είναι η ποιότητα. Τα κριτήρια αξιολόγησης υπάρχουν. Είναι θέμα της αμερόληπτης κρίσης των προϊσταμένων την οποία έχουν υποχρέωση να επιβάλλουν οι διοικούντες και να μην παρεμβαίνουν στο έργο τους υποδεικνύοντας την προώθηση των αρεστών .
Γι’ αυτό και είναι εύλογα τα ερωτήματα:
Ποια είναι η λογική της ποσόστωσης και τι κρύβεται σε αυτή τη ρύθμιση;
Εάν σε ένα τμήμα είναι περισσότεροι από το 25% άριστοι, ποιος έχει το δικαίωμα να τους υποβιβάσει;
Ποια θα είναι η θέση του προϊσταμένου ως βαθμολογητή όταν διαπιστώσει ότι δεν βρίσκουν πεδίο εφαρμογής οι θεσμοθετημένες ρυθμίσεις διότι οι υπ’ αυτόν υπάλληλοι έχουν όλες τις δεξιότητες και τη γνώση και την πρέπουσα συμπεριφορά;
Μήπως επιδιώκεται η εξασφάλιση ενός σώματος προϊσταμένων αρεστών στην Διοίκηση, οι οποίοι θα παραβλέπουν τα δικαιώματα των υφισταμένων τους και θα τους υποχρεώνουν σε τυφλή υποταγή, όταν μάλιστα οι κρινόμενοι με 7 και 8 δεν θα έχουν δικαίωμα ένστασης;
Μήπως η υποχρεωτικότητα του μέτρου αποβλέπει στην απόλυση των υπαλλήλων;
Και αυτός ο νόμος αποτελεί συνέχεια των πολιτικών αποδυνάμωσης του Δημοσίου και της απαξίωσής του με αποτέλεσμα να διαλύονται κρίσιμες υπηρεσίες, οι οποίες στη συνέχεια θα εκχωρηθούν στα ιδιωτικά συμφέροντα και θα περάσουν χιλιάδες ακόμα στην ανεργία, ανεξάρτητα αν έχουν προσληφθεί με νόμιμες διαδικασίες και διαθέτουν και προσόντα, αφού θα καταργηθούν οι οργανικές θέσεις.
Ακριβώς η αποδόμηση του Δημοσίου συμπαρασύρει σε κατάρρευση και τον ιδιωτικό τομέα με αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των ανέργων.
Γι’ αυτό έχουμε υποχρέωση να αγωνιστούμε ενάντια στις σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές που στραγγαλίζουν κάθε ελπίδα για ανάπτυξη και πρόοδο των ανθρώπων.
Μαρία Ηλίας Κυριακοπούλου
Πρώην Βουλευτής
Μέλος Πολιτικού Συμβουλίου Κοινωνικής Συμφωνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου