γράφει η δημοσιογράφος Μαργαρίτα Ικαρίου
Αποπνικτικός ο Σεπτέμβρης του 1999. Στις γειτονιές του Πειραιά, η ζωή κατρακυλούσε προς το λιμάνι. Άνθρωποι κι αυτοκίνητα έμπαιναν κι έβγαιναν από τα πλοία της γραμμής, στον Ηλεκτρικό τσαμπιά οι επιβάτες για τα μπλε λεωφορεία και τα κίτρινα ταξί έκλεβαν κούρσες ανάμεσα στους πιο ανυπόμονους.
Το σπίτι, πετροκτισμένη μονοκατοικία με κήπο, προσφάτως ανακαινισθείσα σα μεγαλοκοπέλα που της έκαναν ένα καλό λίφτινγκ και βγήκε να δειχτεί. Καμάρωνε αλώβητη από τη λαίλαπα των εργολάβων που είχαν στήσει γύρω της πολυώροφες τσιμεντοκυψέλες. Μυρωδιές στη μικρή κουζίνα, το φαγητό ετοιμαζόταν για την επιστροφή της μικρής από το σχολείο. Αγχωμένη η μάνα, καθώς είχε αργήσει να γυρίσει από τη δουλειά, ζουζούνιζε ανάμεσα σε ψυγείο, εστία και νεροχύτη.
Ούτε καν κατάλαβε πότε η γη άρχισε να τρέμει κάτω από τα πόδια της… Σα γοργό φίδι σερνόταν ο Εγκέλαδος προς το μέρος της, με ρήγματα- στόματα ανοιχτά, παντού. Δεν θυμάται καν πότε έκλεισε το γενικό του ρεύματος, πότε κουλουριάστηκε στο πάτωμα σα μωρό στο άμνιο, πότε καταπλακώθηκε από πέτρες και μπάζα.
Πέρασαν λεπτά; Ώρες; Μέρες; Έχασε την αίσθηση του χρόνου. Δεν τη φόβιζε ο θάνατος. Η μεγαλύτερή της στενοχώρια ήταν το πώς θα μεγάλωνε η μικρή, χωρίς εκείνην. Ήθελε να τη δει να βγαίνει το πρώτο της ραντεβού, να ξενυχτά κλαμένη στην ερωτική απογοήτευση, να ξεκινά σπουδές, να βγαίνει στης ζωής τις ρούγες…
Φεγγοβολούσε το δάκρυ μέσα στο σκοτάδι, αντιπάλευε με τη θέληση. Να πάρει, ήταν άδικο! Ήθελε να μάθει ιστιοπλοΐα, να διαβάσει κι άλλα βιβλία, να ερωτευτεί ξανά, να καταδυθεί στη θάλασσα κι όχι στην ανυπαρξία.
Αιώνες μετά, ήχοι, φωνές, σκαψίματα. Πρώτη της αντίδραση, η πρόθεση να ουρλιάξει «εδώ είμαι»! Μα, πόσο οξυγόνο μπορεί να είχε απομείνει; Μάτωσαν τα χέρια της να χτυπά ρυθμικά τις πέτρες, σαν στο τραγούδι του Θεοδωράκη: «τακ τακ εσύ, σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή…»
Κόκκινες στολές. Οι άνδρες της ομάδας διάσωσης, την ανέσυραν ζωντανή. Με φοβισμένα μάτια, κατακλαμένη η κορούλα, την έσφιγγε πάνω της με απόγνωση. Δεν υπήρχε τίποτα πια. Τα όνειρα και όσο από το βιός της ξεσκάφτηκε από τα δάχτυλά της, στοιβάχτηκαν σε δέκα χαρτόκουτες. Η αγαπημένη κούκλα, το βιβλιάριο υγείας, η φυλαγμένη ως ενθύμιο πρώτη πιπίλα, μια πλεκτή ζακετούλα…
Καταφύγιο τα συγγενικά σπίτια. Στρωματσάδα σε αυλές τα βράδια, με τα σκυλιά να αλυχτούν σε κάθε μετασεισμό και το παιδί να τινάζεται στον ύπνο του. Διακόσιες χιλιάδες δραχμές για τις πρώτες ανάγκες διαβίωσης. Πετάχτηκαν στα μούτρα των ξεσπιτωμένων και κατέληξαν επί το πλείστον στις τσέπες «επιτήδειων». Κλιμάκια μηχανικών κατέγραψαν τις ζημιές. Κίτρινα και κόκκινα τα σπίτια, μαύρες παντιέρες. Κατεδαφίσεις, σεισμοδάνεια με υψηλό επιτόκιο, άδειες οικοδομής, υποσχέσεις για δωρεάν παροχές που εξανεμίστηκαν. Ένας κυκεώνας γραφειοκρατίας, κρατικής αδιαφορίας στα όρια της αναλγησίας, αισχροκέρδειας των τεχνικών γραφείων και των συντεχνιακών «αρμοδίων».
Δεκαπέντε χρόνια μετά, με την Ελλάδα να παραμένει στο στόχαστρο του ανήσυχου γαιοσείστη, το πιο μεγάλο ρήγμα τελικά, παραμένει αυτό ανάμεσα στον πολίτη και το κράτος. Που εξαντλεί την «πρόνοιά» του σε οδηγίες για το πως να κουρνιάζουμε κάτω από τα ερείπια του έχειν μας. Που περιορίζει τη στήριξή του σε κάτι «χαρτζιλίκια».
Που υπόσχεται αποζημιώσεις, κλιμάκια, καταγραφές, επισκευές και νέες κατασκευές αλλά κρατά υπερχρεωμένα τα νοικοκυριά μέχρι δεκάτης γενεάς…
Στου Εγκέλαδου τα λημέρια καταφθάνουν κάθε φορά, σε κάθε περιοχή, τα λυκόρνια της πολιτικής. Όχι για να συμπαρασταθούν, αλλά προς άγραν ψήφων με αντάλλαγμα ψιχία αποπληρωμής χρεών για κάτι τέρμινα με παρατάσεις διετίας-επαιτείας.
Όσο οι σύγχρονες χαρτορίχτρες του πόνου, βγάζουν ΕΝΦΙΑ διφορούμενους λες και μαθήτευσαν πολιτικά στο μαντείο των Δελφών και στο προτεκτοράτο των… αδελφών, οι πολίτες αυτής της χώρας έζησαν, θυμούνται και γνωρίζουν πια, «υποσχέσεις» τι θα πουν…
Αποπνικτικός ο Σεπτέμβρης του 1999. Στις γειτονιές του Πειραιά, η ζωή κατρακυλούσε προς το λιμάνι. Άνθρωποι κι αυτοκίνητα έμπαιναν κι έβγαιναν από τα πλοία της γραμμής, στον Ηλεκτρικό τσαμπιά οι επιβάτες για τα μπλε λεωφορεία και τα κίτρινα ταξί έκλεβαν κούρσες ανάμεσα στους πιο ανυπόμονους.
Το σπίτι, πετροκτισμένη μονοκατοικία με κήπο, προσφάτως ανακαινισθείσα σα μεγαλοκοπέλα που της έκαναν ένα καλό λίφτινγκ και βγήκε να δειχτεί. Καμάρωνε αλώβητη από τη λαίλαπα των εργολάβων που είχαν στήσει γύρω της πολυώροφες τσιμεντοκυψέλες. Μυρωδιές στη μικρή κουζίνα, το φαγητό ετοιμαζόταν για την επιστροφή της μικρής από το σχολείο. Αγχωμένη η μάνα, καθώς είχε αργήσει να γυρίσει από τη δουλειά, ζουζούνιζε ανάμεσα σε ψυγείο, εστία και νεροχύτη.
Ούτε καν κατάλαβε πότε η γη άρχισε να τρέμει κάτω από τα πόδια της… Σα γοργό φίδι σερνόταν ο Εγκέλαδος προς το μέρος της, με ρήγματα- στόματα ανοιχτά, παντού. Δεν θυμάται καν πότε έκλεισε το γενικό του ρεύματος, πότε κουλουριάστηκε στο πάτωμα σα μωρό στο άμνιο, πότε καταπλακώθηκε από πέτρες και μπάζα.
Πέρασαν λεπτά; Ώρες; Μέρες; Έχασε την αίσθηση του χρόνου. Δεν τη φόβιζε ο θάνατος. Η μεγαλύτερή της στενοχώρια ήταν το πώς θα μεγάλωνε η μικρή, χωρίς εκείνην. Ήθελε να τη δει να βγαίνει το πρώτο της ραντεβού, να ξενυχτά κλαμένη στην ερωτική απογοήτευση, να ξεκινά σπουδές, να βγαίνει στης ζωής τις ρούγες…
Φεγγοβολούσε το δάκρυ μέσα στο σκοτάδι, αντιπάλευε με τη θέληση. Να πάρει, ήταν άδικο! Ήθελε να μάθει ιστιοπλοΐα, να διαβάσει κι άλλα βιβλία, να ερωτευτεί ξανά, να καταδυθεί στη θάλασσα κι όχι στην ανυπαρξία.
Αιώνες μετά, ήχοι, φωνές, σκαψίματα. Πρώτη της αντίδραση, η πρόθεση να ουρλιάξει «εδώ είμαι»! Μα, πόσο οξυγόνο μπορεί να είχε απομείνει; Μάτωσαν τα χέρια της να χτυπά ρυθμικά τις πέτρες, σαν στο τραγούδι του Θεοδωράκη: «τακ τακ εσύ, σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή…»
Κόκκινες στολές. Οι άνδρες της ομάδας διάσωσης, την ανέσυραν ζωντανή. Με φοβισμένα μάτια, κατακλαμένη η κορούλα, την έσφιγγε πάνω της με απόγνωση. Δεν υπήρχε τίποτα πια. Τα όνειρα και όσο από το βιός της ξεσκάφτηκε από τα δάχτυλά της, στοιβάχτηκαν σε δέκα χαρτόκουτες. Η αγαπημένη κούκλα, το βιβλιάριο υγείας, η φυλαγμένη ως ενθύμιο πρώτη πιπίλα, μια πλεκτή ζακετούλα…
Καταφύγιο τα συγγενικά σπίτια. Στρωματσάδα σε αυλές τα βράδια, με τα σκυλιά να αλυχτούν σε κάθε μετασεισμό και το παιδί να τινάζεται στον ύπνο του. Διακόσιες χιλιάδες δραχμές για τις πρώτες ανάγκες διαβίωσης. Πετάχτηκαν στα μούτρα των ξεσπιτωμένων και κατέληξαν επί το πλείστον στις τσέπες «επιτήδειων». Κλιμάκια μηχανικών κατέγραψαν τις ζημιές. Κίτρινα και κόκκινα τα σπίτια, μαύρες παντιέρες. Κατεδαφίσεις, σεισμοδάνεια με υψηλό επιτόκιο, άδειες οικοδομής, υποσχέσεις για δωρεάν παροχές που εξανεμίστηκαν. Ένας κυκεώνας γραφειοκρατίας, κρατικής αδιαφορίας στα όρια της αναλγησίας, αισχροκέρδειας των τεχνικών γραφείων και των συντεχνιακών «αρμοδίων».
Δεκαπέντε χρόνια μετά, με την Ελλάδα να παραμένει στο στόχαστρο του ανήσυχου γαιοσείστη, το πιο μεγάλο ρήγμα τελικά, παραμένει αυτό ανάμεσα στον πολίτη και το κράτος. Που εξαντλεί την «πρόνοιά» του σε οδηγίες για το πως να κουρνιάζουμε κάτω από τα ερείπια του έχειν μας. Που περιορίζει τη στήριξή του σε κάτι «χαρτζιλίκια».
Που υπόσχεται αποζημιώσεις, κλιμάκια, καταγραφές, επισκευές και νέες κατασκευές αλλά κρατά υπερχρεωμένα τα νοικοκυριά μέχρι δεκάτης γενεάς…
Στου Εγκέλαδου τα λημέρια καταφθάνουν κάθε φορά, σε κάθε περιοχή, τα λυκόρνια της πολιτικής. Όχι για να συμπαρασταθούν, αλλά προς άγραν ψήφων με αντάλλαγμα ψιχία αποπληρωμής χρεών για κάτι τέρμινα με παρατάσεις διετίας-επαιτείας.
Όσο οι σύγχρονες χαρτορίχτρες του πόνου, βγάζουν ΕΝΦΙΑ διφορούμενους λες και μαθήτευσαν πολιτικά στο μαντείο των Δελφών και στο προτεκτοράτο των… αδελφών, οι πολίτες αυτής της χώρας έζησαν, θυμούνται και γνωρίζουν πια, «υποσχέσεις» τι θα πουν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου