Γράφει η δημοσιογράφος Μαργαρίτα Ικαρίου
Καταιγίδα που μαίνεται και νηνεμία της ελπίδας. Χέρι δυνατό και μυαλό κοφτερό, να διεγείρει το νου. Καρδιά σα χείμαρρος ορμητικός που σε παρασύρει, με τα μέλη να πονάνε από την ηδονή της διαρκούς εγρήγορσης… Είναι ευτυχία να παθαίνεις έρωτα. Έρωτα σαν αυτόν που μόνο στα βιβλία είχες διαβάσει. Όποτε κι αν έρθει και όσο κρατήσει. Έρωτα-πυροφάνι σε σκοτεινή νυχτιά. Για να χει να λάμνει η ψυχή…
Μικρές αναλαμπές φωτός στο μαύρο του πελάγους. Κυμάτισμα ζωής στο απρόσμενο του βίου. Σε μοναχικό ταξίδι, το σκαρί που ονοματίζουμε «σώμα», εναγωνίως αναζητά το στραφτάλισμα από έρωτα-πυροφάνι. Για να χει να λάμνει η ψυχή! …Εκεί που νομίζεις πως τίποτα πλέον δε μπορεί να ακουμπήσει ξανά την καρδιά σου και να προκαλέσει νιόφερτους σπινθηρισμούς στο μυαλό σου, να εμφανιστεί ένας άνθρωπος που θα επιδιώξει να σε «μάθει».
Χωρίς να φοβάται τη σκληρή πανοπλία και το κοφτερό ατσάλι από τα όπλα που ακόνιζες τόσα χρόνια πάνω σε πέτρινους ανθρώπους, να σε πλησιάσει. Να μη θέλει απλά να σε προσθέσει σε συλλογή από δυσκολοαποκτηθέντα «αντικείμενα». Να μην ανοίγει πόρτα από κλουβάκι για να σε κλείσει αιφνιδιαστικά εκεί, αλλά να τσαλακώνει ένα προς ένα τα καγκελόφραχτα όχι και τις αναστολές σου. Να μη νοιάζεται να καυχηθεί πως διάβηκε απόκρημνη πλαγιά δίχως να πέσει στον γκρεμό, αλλά να σκαρφαλώνει στις πιο ψηλές κορφές…
Να προσδοκά να ανακαλύψει το «αγριμάκι» που χώθηκε να κλάψει σε σκοτεινές γωνιές προστατεύοντας τις βαθιές πληγές του με φολιδωτές καλύπτρες: Εύκολα απογοητευόταν, ακόμη πιο γρήγορα απομυθοποιούσε κι όταν πια διαπίστωνε ότι βαριόταν οικτρά, δάγκωνε τις σάρκες του ή έκοβε τα σχεσιακά σχοινιά… Στης σπηλιάς σου τις κρύπτες, να εμφανιστεί ένας άνθρωπος που με θέρμη, σχεδόν με θράσος, να επιδιώξει να σε ανακαλύψει, να σε ταξιδέψει. Να σου δώσει το χέρι και να στροβιλίσει τις σκέψεις σε ένα γύρο του κόσμου ιδεατό, με μια και μόνη κίνηση στη σφαιρική υδρόγειο του «εγώ». Να βλέπει την αλήθεια σου και να τη νοιώθει ελκυστική. Να γυρίζει την πλάτη την ώρα που πετάς τις μάσκες σου μία προς μία και να χαμογελά στο κατάχλωμο πρόσωπο που ξέμαθες να βλέπεις στον καθρέφτη…
Φαντάσου να έρθει ένας τέτοιος έρωτας ξάφνου και να σε διεκδικήσει. Και να εξακολουθεί να σε διεκδικεί, ακόμη κι όταν σε έχει κατακτήσει. Να αλώσει τα απόρθητα κάστρα σου, να χωθεί στα λαγούμια του νου και πάλι, να μην του φτάνει… Να μαθαίνει τις πικρές σου αλήθειες και να ακούει τα μικρά σου ψέματα. Να αποζητά κάθε φορά, μα κάθε φορά, το δυνατό φτεροκόπημα της καρδιάς. Να απαιτεί από σένα το «εσύ» και από τον εαυτό του, το να σε κάνει να χαμογελάς. Να προσμένει να ξυπνήσεις, κοιτώντας σε. Τα μάτια του να μιλούν για ομορφιά-κι ας μην υπάρχει. Να έχει διακρίνει τα ελαττώματα που τόσο θα ‘θελες να χες κρύψει ή εξαφανίσει και να κάνει, σαν να ναι άφαντα. Να χει στο νου διαρκώς, πως να σε προτρέψει να βρεις το κουράγιο και να πάρεις επιτέλους εκείνες τις ρημάδες αποφάσεις που όλο αναβάλλεις… Να μη σου χρειάζονται πλέον ασπίδες προστασίας και «υποκατάστατα».
Ούτε κοθόρνοι και προσωπεία. Ρόλοι και ρολά να κλείνεις τον κόσμο έξω. Μήτε μαξιλαράκια γύρω από τη μέση για να «πέσεις στα μαλακά» και να μην πληγωθείς από μια σχέση. Να στέλνεις ένα ξεκάρφωτο «μου λείπεις» και να διαβάζεις σε απάντηση ένα γρίφο που να κρύβει ημερομηνίες άφιξης. Να ναι το «κοντά σου» ένα σχολαστικά προστιθέμενο «συν» στο βαρυφορτωμένο πρόγραμμά του κι όχι ένα «πλην» αδιαφορίας. Να είναι ένας άνθρωπος που σχεδιάζει και υλοποιεί τις υποσχέσεις που ποτέ δεν σου έδωσε. Να σκέφτεται βαθιά και πολύ. Να τον προβληματίζουν οι αδυναμίες του και η μεγαλύτερη ανησυχία του να είναι μη σε πληγώσει… Να κάνει πράξη όσα λέει, μα κι άλλα τόσα, που δε λέει. Να θες να τον αμφισβητήσεις, να τον αποδομήσεις ή και να τον ακυρώσεις -από το μύχιο φόβο μην την πατήσεις ξανά- και να μη μπορείς, με την αλήθεια του να πέφτει σα φωτεινή δεσμίδα. Να σε κάνει να πιστέψεις για μια και μόνη φορά σε έναν έρωτα-πυροφάνι, αθόρυβο μα κυριαρχικό σε νυχτερινό κυματοτρεμουλιαστό ταξίδι.
Μοιάζει με φεγγαρόστρατα, μα έχει πηγή προέλευσης σιμά κι όχι στα ουράνια σώματα… Να ναι μαγικά, τα απλά: Ένα λουλούδι κλεμμένο από γλαστράκι. Ένα δάκρυ που κυλά από μάτια γεμάτα δύναμη. Χαμόγελα στο ερωτικό σκοτάδι. Να απολαμβάνει η ψυχή τόσο, όσο και το κορμί. Ξύπνημα τα ξημερώματα για να δείτε ουρανό την ώρα που το φως καταλύει το σκοτάδι… Να αναζητά να βρει τα ελλείμματά σου, όλα εκείνα όλα που λαχταρούσες μα δεν είχες. Να επιδιώκει το παιδιάστικο θαυμαστικό στο βλέμμα σου για εκείνα τα μικρά κι απλά στο «μαζί». Να γελάς, να συγχωρείς, να τραγουδά η καρδιά σου, να ελπίζεις ξανά. Να μη φοβάται τις κυκλοθυμικές αμφισβητήσεις, τις χρόνιες ανασφάλειες και τα βιαστικά σου συμπεράσματα. Να είναι εκεί, ακόμη κι όταν λείπει. Να έχει μπει στο μυαλό και την καρδιά σου με τον πιο άναρχο τρόπο, μα να διεκδικεί το όλον σου.
Τις απρόβλεπτες σκέψεις, τα απωθημένα σου, εκείνα που δεν ψέλλισες, παρά κρυφά στον εαυτό σου…. Να βουτάει στα σκοτεινά σου βάθη και να σε ανασύρει στην επιφάνεια για να γεμίζει ανάσες φωτός η ψυχή. Να σου παίρνει την αμφιβολία που φώλιαζε μέσα σου καιρό και να τη ρίχνει μεσοπέλαγα για να σε οδηγήσει με έναν έρωτα-πυροφάνι να βρεις την ακτή, να εμπιστευτείς ξανά. Να ναι η φωτιά μα και νερό που ξεδιψάς.
Μαργαρίτα Ικαρίου |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου