Το 1954 Ο Μάρκος Βαμβακάρης αρρώστησε με βαριά αρθρίτιδα και σταμάτησε να παίζει.
Το ’55, το ’56 το ’57 και το ’58 είχε «σβήσει» από τα πάλκα (πάρκα όπως τα έλεγε).
Ταξίδεψε στην Ικαρία, τη Σάμο, την Άρτα, τα Γιάννενα, την Πρέβεζα, το Μεσολόγγι, το Βόλο, τη Λάρισα, σε πολλές πόλεις αλλά δουλειά σε πάλκο δεν υπήρχε για το Μάρκο.
Στην Αθήνα δεν τον έπαιρνε κανένας σε κάποιο μαγαζί.
Μετά την Ικαρία όπου πήγε για να γιατρευτεί, πέρασε στη Σάμο.
Περιγράφει με απολαυστικό ύφος ο ίδιος:
Έγινα καλά και πήγα στη Σάμο. Επήγαινα για πρώτη φορά. Επήγα και εβγήκα στην οδόν Καρλόβασι, στην παραλία και με γνώρισε ένας Νίκος ο οποίος με ήξερε από τον Πειραιά.
Ήταν εργάτης στο λιμάνι πολύ φτωχός και είχε και εφτά παιδιά μικρά και με βοήθησε και βρήκα μαγαζί και έπαιξα με έναν άλλον εργάτη του λιμανιού που έπαιζε και αυτός σαντούρι.
Κάθε βράδυ έπαιζα και κάτι άρχισα να κάνω. Έβγαλε πρόγραμμα και εμοίρασε σε όλη τη Σάμο και άρχισε ο κόσμος τα βράδια και ερχότανε.
Και γύρισα όλη τη Σάμο. Καρλόβασι, στο Μεστό (εννοεί πιθανόν το Μεσαίο), Βαθύ, όπου ο κόσμος με ήξερε και με αγαπούσε, αλλά δεν είχε λεφτά, και στο Τιγάνι, Καλαμπαχξέ (εννοεί ασφαλώς το Καλαμπάχτασι) στη Μεταποδιά (τι εννοεί;), στο Μαραθόκαμπο και σε άλλα χωριά. Έπαιζα άλλωτε σε μαγαζί, κι άλλες φορές σε σπίτια και γλεντούσα τον κόσμο και τους εγουστάριζα τόσο πολύ, που με μπάλωναν ωραία και με λεφτά και με πράματα.
Και εκεί βρήκα ανθρώπους που γνώριζα από τον Πειραιά και πάντα κάποιος με έπαιρνε στο σπίτι του να κοιμηθώ και να φάω του πουλιού το γάλα.
Ένας καταστηματάρχης μ' έβαλε να κοιμηθώ σε καινούρια ρούχα που ήταν προικιά από τα κορίτσια που είχε.
Στο Μαραθόκαμπο, εκεί ήπια ένα καφέ αλά Τούρκα. Είχε ένα μπακιρένιο γουδί πολύ μεγάλο, και με κάτι γουδοχέρια τεράστια, κοπάνιζε τον καφέ, τον έβραζε και τον ήπια. Τί ωραίος καφές! Μου έκανε μεγάλη εντύπωση.
Έχει και μουσικοί η Σάμος. Πολλοί μουσικοί.
Ήταν και δυο αδέρφια, οι Καλτάκηδες ονομαζόμενοι, πολύ καλοί μουσικοί.
Επαίζανε σαντούρι, βιολιά, κλαρίνα, απ' όλα. Το λοιπόν εκεί πιάναν τα βαριά τραγούδια. Παλαιά ζεμπέκικα. Χορεύαν, ήτανε χορευταράδες.
Τους άρεσαν τα ταξίμια που έκανα, έ;
Δηλαδή σόλο μπουζούκι εγύρισα όλη τη Σάμο και δόξα νά 'χει ο Θεός.
Μια ωραία ημέρα επήρα την απόφαση να έλθω στον Πειραιά και να ησυχάσω αν και ήμουν μόνος στη Σάμο. (από την αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη)
Απόσπασμα από την ομιλία του αείμνηστου Κώστα Ι. Καλατζή με τίτλο "Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΧΘΕΣΙΝΟ ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ", στον υπαίθριο χώρο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης στις 4 Σεπτεμβρίου 1985 και στα πλαίσια της τιμητικής εκδήλωσης του Δήμου Καρλοβασίων και της Φιλαρμονικής "Κλεάνθης ο Σάμιος", για τον παλαίμαχο αρχιμουσικό της,Γεώργιο Κατεβαίνη.
Το ’55, το ’56 το ’57 και το ’58 είχε «σβήσει» από τα πάλκα (πάρκα όπως τα έλεγε).
Ταξίδεψε στην Ικαρία, τη Σάμο, την Άρτα, τα Γιάννενα, την Πρέβεζα, το Μεσολόγγι, το Βόλο, τη Λάρισα, σε πολλές πόλεις αλλά δουλειά σε πάλκο δεν υπήρχε για το Μάρκο.
Στην Αθήνα δεν τον έπαιρνε κανένας σε κάποιο μαγαζί.
Μετά την Ικαρία όπου πήγε για να γιατρευτεί, πέρασε στη Σάμο.
Περιγράφει με απολαυστικό ύφος ο ίδιος:
Έγινα καλά και πήγα στη Σάμο. Επήγαινα για πρώτη φορά. Επήγα και εβγήκα στην οδόν Καρλόβασι, στην παραλία και με γνώρισε ένας Νίκος ο οποίος με ήξερε από τον Πειραιά.
Ήταν εργάτης στο λιμάνι πολύ φτωχός και είχε και εφτά παιδιά μικρά και με βοήθησε και βρήκα μαγαζί και έπαιξα με έναν άλλον εργάτη του λιμανιού που έπαιζε και αυτός σαντούρι.
Κάθε βράδυ έπαιζα και κάτι άρχισα να κάνω. Έβγαλε πρόγραμμα και εμοίρασε σε όλη τη Σάμο και άρχισε ο κόσμος τα βράδια και ερχότανε.
Και γύρισα όλη τη Σάμο. Καρλόβασι, στο Μεστό (εννοεί πιθανόν το Μεσαίο), Βαθύ, όπου ο κόσμος με ήξερε και με αγαπούσε, αλλά δεν είχε λεφτά, και στο Τιγάνι, Καλαμπαχξέ (εννοεί ασφαλώς το Καλαμπάχτασι) στη Μεταποδιά (τι εννοεί;), στο Μαραθόκαμπο και σε άλλα χωριά. Έπαιζα άλλωτε σε μαγαζί, κι άλλες φορές σε σπίτια και γλεντούσα τον κόσμο και τους εγουστάριζα τόσο πολύ, που με μπάλωναν ωραία και με λεφτά και με πράματα.
Ένας, ο πρώτος νοικοκύρης του Καλαμπαχξέ μου 'δωσε πέντε έξι οκάδες τουλομοτύρι, το οποίον, όπου και να εγύρισα, δεν έβρισκα τέτοιο πράμα, και ελιές, λάδι, φασόλια, ρεβύθια, σαπούνι και δόξα την Παναγία, μου τα έβαλε μέσα σε μια κάσα, και την έφραξε, και ήταν έτοιμη για μπάρκο στη γυναίκα μου.
Και εκεί βρήκα ανθρώπους που γνώριζα από τον Πειραιά και πάντα κάποιος με έπαιρνε στο σπίτι του να κοιμηθώ και να φάω του πουλιού το γάλα.
Ένας καταστηματάρχης μ' έβαλε να κοιμηθώ σε καινούρια ρούχα που ήταν προικιά από τα κορίτσια που είχε.
Στο Μαραθόκαμπο, εκεί ήπια ένα καφέ αλά Τούρκα. Είχε ένα μπακιρένιο γουδί πολύ μεγάλο, και με κάτι γουδοχέρια τεράστια, κοπάνιζε τον καφέ, τον έβραζε και τον ήπια. Τί ωραίος καφές! Μου έκανε μεγάλη εντύπωση.
Έχει και μουσικοί η Σάμος. Πολλοί μουσικοί.
Ήταν και δυο αδέρφια, οι Καλτάκηδες ονομαζόμενοι, πολύ καλοί μουσικοί.
Επαίζανε σαντούρι, βιολιά, κλαρίνα, απ' όλα. Το λοιπόν εκεί πιάναν τα βαριά τραγούδια. Παλαιά ζεμπέκικα. Χορεύαν, ήτανε χορευταράδες.
Τους άρεσαν τα ταξίμια που έκανα, έ;
Επαίζαμε κανένα συρτό και κανένα τέτοιο το οποίο με βοήθαγε στα συρτά το σαντούρι. Εκεί, του τόπου τραγούδια.
Τά 'παιζε εκείνος, τά 'παιζα κι εγώ. Ό,τι δεν ήξερα εγώ, τά 'κουγα απ' αυτόνε κι ό,τι δεν ήξερε αυτός, πάλι ερχότανε μ' εμένανε. Δεν ήταν και τόσο δηλαδή καλός μουσικός, αλλά εκεί όμως, εκ των υστέρων έβγαλε ένα γιο μουσικό πόπαιζε κιθάρα αρίστη.
Χασικλήδικα τους έλεγα, απ' όλα. Τους άρεσαν. Ήταν άνθρωποι που τους άρεσε το όργανο, το μπουζούκι. Τους αρέσαν τα κομμάτια που έπαιζα εγώ. Χορεύανε, γλεντάγανε, και είναι χουβαρντάδες άνθρωποι, δίνανε.
Τά 'παιζε εκείνος, τά 'παιζα κι εγώ. Ό,τι δεν ήξερα εγώ, τά 'κουγα απ' αυτόνε κι ό,τι δεν ήξερε αυτός, πάλι ερχότανε μ' εμένανε. Δεν ήταν και τόσο δηλαδή καλός μουσικός, αλλά εκεί όμως, εκ των υστέρων έβγαλε ένα γιο μουσικό πόπαιζε κιθάρα αρίστη.
Χασικλήδικα τους έλεγα, απ' όλα. Τους άρεσαν. Ήταν άνθρωποι που τους άρεσε το όργανο, το μπουζούκι. Τους αρέσαν τα κομμάτια που έπαιζα εγώ. Χορεύανε, γλεντάγανε, και είναι χουβαρντάδες άνθρωποι, δίνανε.
Δηλαδή σόλο μπουζούκι εγύρισα όλη τη Σάμο και δόξα νά 'χει ο Θεός.
Μια ωραία ημέρα επήρα την απόφαση να έλθω στον Πειραιά και να ησυχάσω αν και ήμουν μόνος στη Σάμο. (από την αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη)
Απόσπασμα από την ομιλία του αείμνηστου Κώστα Ι. Καλατζή με τίτλο "Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΧΘΕΣΙΝΟ ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ", στον υπαίθριο χώρο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης στις 4 Σεπτεμβρίου 1985 και στα πλαίσια της τιμητικής εκδήλωσης του Δήμου Καρλοβασίων και της Φιλαρμονικής "Κλεάνθης ο Σάμιος", για τον παλαίμαχο αρχιμουσικό της,Γεώργιο Κατεβαίνη.
Το κομμάτι για το Μάρκο Βαμβακάρη δεν είχε ακουστεί στην εκδήλωση, αλλά συμπεριλήφθηκε στη δημοσίευσή της στη ΣΑΜΙΑΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ - ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΣΑΜΙΑΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ, υπό τη διεύθυνση του Κώστα Καραθανάση, τον Ιανουάριο του 1987.
Τζιτζιφιές, 1947:
Η "Εθνική Ελλάδος" του ρεμπέτικου στο κέντρο του "Καλαματιανού":
Κάτω: Στέλιος Κερομύτης, Απόστ. Χατζηχρήστος, Γιώργος Μητσάκης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Γιώργος Μανισαλής.
Μέση: Σπύρος Περιστέρης, Αργύρης Βαμβακάρης, Μάρκος Βαμβακάρης, Ηλίας Ποτοσίδης, Κώστας Ρούκουνας. Πάνω: Κώστας Μαρσέλος, Ζαχαρίας Κασιμάτης.
Ο Μάρκος πριν την επίσκεψή του στη Σάμο, είχε συνεργασθεί με το μεγάλο Κώστα Ρούκουνα (Σαμιωτάκι) τόσο στο πάλκο (βλ φωτογραφία επάνω) όσο και δισκογραφικά. Ακούστε το τραγούδι Ζηλιάρα (Αχ κακούργα), πως παίρνει άλλη διάσταση με τη φωνή του Ρούκουνα!
Τζιτζιφιές, 1947:
Η "Εθνική Ελλάδος" του ρεμπέτικου στο κέντρο του "Καλαματιανού":
Κάτω: Στέλιος Κερομύτης, Απόστ. Χατζηχρήστος, Γιώργος Μητσάκης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Γιώργος Μανισαλής.
Μέση: Σπύρος Περιστέρης, Αργύρης Βαμβακάρης, Μάρκος Βαμβακάρης, Ηλίας Ποτοσίδης, Κώστας Ρούκουνας. Πάνω: Κώστας Μαρσέλος, Ζαχαρίας Κασιμάτης.
Ο Μάρκος πριν την επίσκεψή του στη Σάμο, είχε συνεργασθεί με το μεγάλο Κώστα Ρούκουνα (Σαμιωτάκι) τόσο στο πάλκο (βλ φωτογραφία επάνω) όσο και δισκογραφικά. Ακούστε το τραγούδι Ζηλιάρα (Αχ κακούργα), πως παίρνει άλλη διάσταση με τη φωνή του Ρούκουνα!
-Γεια σου Μάρκο από τη Σύρο!!
-Γεια σου Ρούκουνα απ' τη Σάμο!!
~*~
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου